Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι
Γιος του Ιταλού μετανάστη ποιητή Γκάμπριελ Ροσέτι, ο Ντάντε γεννήθηκε στο Λονδίνο. Η οικογένειά του και οι φίλοι του τον φώναζαν Γκάμπριελ, αλλά στα δημοσιευμένα έργα του έβαζε πρώτο το όνομα Ντάντε, λόγω των λογοτεχνικών συσχετισμών με τον Ιταλό ποιητή Δάντη. Ήταν αδερφός της ποιήτριας Κριστίνα Ροσέτι και του κριτικού Ουίλιαμ Μάικλ Ροσέτι, και ιδρυτής της Προ-Ραφαηλιτικής Αδερφότητας, μαζί με τους Τζων Έβερετ Μίλαι και Ουίλιαμ Χόλμαν Χαντ.
Από πολύ μικρή ηλικία, έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Όπως όλα τα αδέρφια του, ήθελε να γίνει ποιητής. Ωστόσο, πιο πολύ φιλοδοξούσε να γίνει ζωγράφος, και έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στην Ιταλική Μεσαιωνική τέχνη. Μαθήτευσε κοντά στον ζωγράφο Φορντ Μάντοξ Μπράουν, με τον οποίο διατήρησε στενή φιλία σε όλη του τη ζωή.
Μετά την έκθεση του πίνακα του Χόλμαν Χαντ The Eve of St. Agnes, ο Ροσέτι επιζήτησε την φιλία του Χαντ. Ο πίνακας ήταν η απεικόνιση ενός ποιήματος του τότε όχι και τόσο γνωστού ποιητή Τζον Κιτς. Το ποίημα του ίδιου του Ροσέτι με τίτλο "The Blessed Damozel" αποτελούσε μίμηση του Κιτς, και έτσι ο Ροσέτι πίστεψε πως ο Χαντ ίσως συμμεριζόταν τα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά του ιδανικά. Μαζί διαμόρφωσαν τη φιλοσοφία της Προ-Ραφαηλιτικής Αδερφότητας. Ο Ροσέτι ενδιαφερόταν πάντα περισσότερο για τα μεσαιωνικά παρά για τα σύγχρονα στοιχεία του κινήματος αυτού. Είχε δημοσιεύσει μεταφράσεις του Δάντη και άλλων Ιταλών ποιητών του Μεσαίωνα, και προσπαθούσε να
Ωστόσο, οι πρώτοι πίνακες του Ροσέτι χαρακτηρίζονται από το ρεαλισμό του Προ-Ραφαηλιτικού κινήματος (όπως οι πίνακες "Girlhood of Mary, Virgin" και "Ecce Ancilla Domini" ). Αργότερα, άρχισε να προτιμά περισσότερο συμβολικές και μυθολογικές εικόνες, παρά ρεαλιστικές. Αυτό ισχύει και για την μεταγενέστερη ποίησή του.
Αν και είχε την υποστήριξη του Τζον Ράσκιν, η κριτική προς τους πίνακές του τον έκανε να αποσυρθεί από τις δημόσιες εκθέσεις, και να στραφεί προς την πώληση των έργων του σε ιδιώτες. Τα έργα του της δεκαετίας 1850 ήταν εμπνευσμένα από ποιήματα του Δάντη Αλιγκιέρι, όπως το La Vita Nuova (το οποίο ο Ροσέτι είχε μεταφράσει στα αγγλικά) και από το βιβλίο του Τόμας Μάλορι Morte d'Arthur. Το όραμά του σχετικά με τους μύθους του Αρθουριανού κύκλου και το μεσαιωνικό σχέδιο ενέπνευσε και τους φίλους του εκείνης της εποχής, Ουίλιαμ Μόρις και Έντουαρντ Μπερν Τζόουνς.
Αυτές οι εξελίξεις προκλήθηκαν από γεγονότα της προσωπικής του ζωής, και συγκεκριμένα από τον θάνατο της συζύγου του Ελίζαμπεθ Σίνταλ, η οποία είχε πάρει υπερβολική δόση λαβδάνου, όταν το παιδί της γεννήθηκε νεκρό. Ο Ροσέτι υπέφερε από κατάθλιψη, και έθαψε το μεγαλύτερο μέρος των αδημοσίευτων ποιημάτων του στον τάφο της στο Κοιμητήριο Highgate. Εξιδανίκευσε την εικόνα της ως Βεατρίκη του Δάντη σε αρκετούς πίνακες όπως στη "Ευτυχισμένη Βεατρίκη" ("Beata Beatrix").
Αυτοί οι πίνακες επρόκειτο να αποτελέσουν μεγάλη επιρροή στην διαμόρφωση του κινήματος του Ευρωπαϊκού συμβολισμού. Η απεικόνιση των γυναικών ήταν σχεδόν μανιωδώς στυλιζαρισμένη. Είχε την τάση να απεικονίζει την νέα ερωμένη του Φάνι Κόρνφορθ ως την επιτομή του ερωτισμού, ενώ μία άλλη ερωμένη του, την Τζέιν Μπέρντεν, σύζυγο του συνεργάτη του Ουίλιαμ Μόρις, ως αιθέρια θεά.
Το 1871, μετά από παρότρυνση των φίλων του, ο Ροσέτι ανέσυρε τα ποιήματά του από τον τάφο της γυναίκας του και τα δημοσίευσε. Η δημοσίευσή τους δημιούργησε αντιπαραθέσεις, καθώς πολλοί θεώρησαν ότι χαρακτηρίζονταν από υπερβολικό ερωτισμό και αισθησιασμό.
Προς το τέλος τη ζωής του, ο Ροσέτι είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του εθισμού του στα ναρκωτικά και την δική του πνευματική αστάθεια, που χειροτέρευε από την αντίδρασή του στην σκληρή κριτική προς τα ποιήματά του που είχε ανασύρει από τον τάφο της γυναίκας του. Πέρασε τα τελευταία του χρόνια απομονωμένος. Πέθανε στο Κεντ της Αγγλίας.