Πώς τη λένε; Την ξέρω; Κάτι μου λέει το πρόσωπό της. Πού την έχω δει; Στην τηλεόραση; Στο internet; Στο σινεμά; Κάπου στον δρόμο; Είναι διαφήμιση, είναι πραγματικότητα, τι είναι; Μοιάζουν τα πρόσωπα, μπορείς να μπερδευτείς. Μήπως είναι κάποιος δικός μου άνθρωπος; Κι αν είναι μια παλιά φωτογραφία της οικογένειάς μου, αν είναι συγγενής μου, αίμα μου; Μια άγνωστη ιστορία του προσφυγικού μας παρελθόντος; Τα ξέρω τα μάτια της…
Ποια είναι, άραγε, αυτή η γυναίκα; Μοιάζει φτωχή και κουρασμένη. Τι της έχει συμβεί; Από ποια δύσκολη εποχή έρχεται η εικόνα της; Από ποια χώρα; Σε ποιο σημείο της αέναης Αδικίας βρέθηκε να ζει;
Τι απέγινε εκείνη; Τι απέγιναν τα παιδιά της; Τι απέγιναν οι σκέψεις της; Χάθηκαν; Ή μήπως όχι; Είναι εδώ δίπλα μου; Μήπως ζει; Μήπως βρίσκεται στην Αθήνα, μήπως βλέπουμε τον ίδιο ήλιο τώρα που γράφω στο μικρό μου δωμάτιο; Ποια είναι; Μήπως δεν έχει σημασία; Μήπως χάνω (ξανά) τον χρόνο μου; Τι με νοιάζει; Τι θα αλλάξει στη δική μου τη ζωή αν ξέρω; Πότε θα αλλάξει η δική μου η ζωή αν, τελικά, μάθω;
Ποια είναι;
Επί 20 ολόκληρα μίλια, η φωτογράφος σκεφτόταν αν θα έπρεπε να είχε σταματήσει σ’ αυτό που είδε με την άκρη του ματιού της στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Η δουλειά είχε γίνει, την αμοιβή της θα την έπαιρνε, μέχρι τελευταίο σεντ, έξω έβρεχε κι όμως μέσα της υπήρχε μια δύναμη- μη ελέγξιμη πια- που δεν άφηνε σε ησυχία το μυαλό της. Για 20 μίλια ήταν αναποφάσιστη (μικρή απόσταση, αν σκεφτεί κανείς πως υπάρχουν πολλοί που διανύουν αναποφάσιστοι κι αδρανείς ολόκληρη τη ζωή τους). Ξαφνικά σταμάτησε το αυτοκίνητο. Ο δρόμος ήταν άδειος. Επιτόπου στροφή. Ακολούθησε την αντίθετη πορεία – του δρόμου και της λογικής- και βρέθηκε ξανά στον καταυλισμό.
Εκεί ζούσαν προσωρινά, με τις οικογένειές τους σε παραπήγματα, περιφερόμενοι άστεγοι αγρότες. Πάμφθηνα εργατικά χέρια μεταναστών για τις καλλιέργειες της περιοχής. Θα μάζευαν αρακά και μπιζέλια, αλλά την προηγούμενη νύχτα ο παγετός είχε καταστρέψει τη σοδειά. Άλλο ένα κακό νέο ανάμεσα στα χιλιάδες δυσάρεστα μαντάτα της ζωής τους- πότε θα σταματούσε αυτό; Ίσως ποτέ.
Η ανησυχία ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Πολύ σύντομα, οι κάτοικοι της περιοχής και οι ιδιοκτήτες των καλλιεργειών, θα έρχονταν να τους διώξουν. Με βίαιο τρόπο, χωρίς έλεος. Οι ίδιοι καθωσπρέπει άνθρωποι, με τα παιδιά, τα σπίτια και τη γη τους- οι οποίοι θα τους έδιναν δουλειά στα χωράφια τους- οι ίδιοι την επόμενη μέρα θα χρησιμοποιούσαν κάθε τρόπο για να τους διώξουν, αφού πια η παρουσία τους δε θα απέφερε πια κανένα απολύτως κέρδος. Η πραότητα του χαρακτήρα και ο ανθρωπισμός τους βασίζονταν στον αστάθμητο παράγοντα του κατάλληλου απτού ανταλλάγματος. Η υπόγεια αποδοχή της ένοχης χρησιμότητας ενός εγκλήματος γεννά τον πιο ορκισμένο στρατό φανατικών, εκείνων που εθίζονται στη δικαιολογία κάθε επόμενου εγκλήματος.
Μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της απόλυτης φτώχιας, της αγωνίας και του πόνου, η φωτογράφος εστίασε στη μητέρα με τα τέσσερα πεινασμένα παιδιά (υπήρχε κι ένα πέμπτο στην κοιλιά της μάνας, που θα γεννιόταν σε λίγους μήνες, σε καιρούς απόγνωσης). Η δικιά τους ήταν η πιο πρόχειρα φτιαγμένη τέντα απ’ όλες. Τράβηξε δυο πρώτες φωτογραφίες. Δυο γενικά πλάνα.
Και μετά πλησίασε. Όλο και πλησίαζε. Η μητέρα δεν κοίταξε ποτέ προς το φακό ή προς τον άνθρωπο που ακάλεστος είχε εισβάλει στην ελάχιστη ιδιωτικότητά τους.
Συνολικά τράβηξε έξι φωτογραφίες. Δεν ρώτησε το όνομα της μητέρας, ζήτησε μόνο να μάθει την ηλικία της.
«32 χρόνων».
Κι όμως… Αυτό ήταν το ταλαιπωρημένο πρόσωπο μιας 32χρονης γυναίκας, που είχε βιώσει τόσα, όσα αρκούσαν για πολλές ζωές. Ζούσαν τρώγοντας παγωμένα λαχανικά – ήταν βαρυχειμωνιά- και όσα μικρά πουλιά μπορούσαν να σκοτώσουν τα ίδια τα παιδιά.
Η φωτογράφος υποσχέθηκε προφορικά – αν και δεν της ζητήθηκε- να μην δημοσιεύσει το υλικό.
Είπε ψέματα.
Αυτό το ψέμα ,όμως, ευεργέτησε αμέσως πολλούς κατατρεγμένους. Τρεις μέρες μετά τη δημοσίευση της φωτογραφίας στην εφημερίδα, εκείνος ο καταυλισμός στη μέση του τίποτα (US Highway 101, 2.500χλμ, κατά μήκος της δυτικής ακτής) γέμισε με τρόφιμα, ρούχα και προσφορές ανθρώπων που είχαν συγκινηθεί από τη φωτογραφία της μητέρας. Κάποιοι απ’ τους άστεγους εργάτες είχαν ήδη φύγει (για πού άραγε; Για ένα επόμενο πουθενά…), ανάμεσά τους, όμως, και η μητέρα με τα παιδιά. Εκείνοι δεν ήξεραν τι είχε συμβεί.
Η δημοσίευση μιας δεύτερης φωτογραφίας- διαφορετικής από αυτή που είχε μπει στην εφημερίδα- έκανε τον γύρο της χώρας μέσα σε λίγες μέρες. Η μητέρα είχε γίνει σύμβολο καρτερικότητας κι αξιοπρέπειας σε καιρούς δυστυχίας κι εξαθλίωσης. Όλοι μιλούσαν για εκείνη και τα μικρά της.
Ένα αποφασισμένο βλέμμα, σ’ ένα κουρασμένο πρόσωπο. Και δυο παιδιά ν ακουμπούν φοβισμένα πάνω της. Ήταν ο φόβος του φακού, αλλά έμοιαζε με το φόβο του παρόντος και του μέλλοντος. Ήταν τα δύσκολα χρόνια. Κι εκείνη ήταν η Μόνα Λίζα μιας σκονισμένης απ’ τις αντιξοότητες εποχής.
[ H Dorothea Lange (Ντοροθέα Λανγκ) τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες το 1936, στις Ηνωμένες Πολιτείες (Nipomo, California). Το στιγμιότυπο της μητέρας με τα δυο παιδιά γυρισμένα στο φακό, αποτέλεσε την πιο χαρακτηριστική φωτογραφία της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. (Great Depression). Η ταυτότητα της εμβληματικής “Migrant Mother” έγινε γνωστή πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν η ηλικιωμένη πλέον γυναίκα εκείνης της φωτογραφίας έδινε μάχη με τον καρκίνο και δεν είχε τα χρήματα για να νοσηλευτεί σε δημόσιο νοσοκομείο. Τότε δημοσιεύτηκε τ’ όνομά της και μαζεύτηκε ένα ποσό (κάποιες χιλιάδες δολάρια) που της επέτρεψε να ‘χει ένα αξιοπρεπές τέλος. Την έλεγαν Φλόρενς (Florence Owens Thomson 1903 -1983), ήταν μια Τσερόκι. Διωγμένη από την Οκλαχόμα – όπως χιλιάδες της φυλής της- παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία, όμως η οικογένεια του συζύγου δεν ήθελε μια ινδιάνα για νύφη. Έκαναν παιδιά, εκείνος πέθανε ξαφνικά. Πώς θα ζήσουν; Τι θα κάνουν; Οικονομική ύφεση, ανεργία, διώξεις. Ανατροπές, μόνο ανατροπές. Ένας άβολος σκληρός άδικος κόσμος. Κάθε βήμα της ζωής της- από την αρχή- έμοιαζε δύσκολο, έως ακατόρθωτο. Κάθε βήμα κι ένας πόνος. Κι όλα να μοιάζουν κάθε φορά με το τέλος του κόσμου.
Η Φλόρενς δεν κέρδισε ποτέ χρήματα από τη φωτογραφία (μόνο το ποσό εκείνο στα γεράματα, πριν πεθάνει). Ούτε η Λανγκ. Τα δικαιώματα ανήκαν στην αμερικανική κυβέρνηση ( με κρατικό χρήμα- Farm Security Administration- είχαν πληρωθεί τα ντοκουμέντα της ομάδας φωτογράφων που ταξίδευαν στις φτωχές αγροτικές περιοχές της Αμερικής). Η Λανγκ, όμως, κέρδισε αναγνωρισιμότητα κι επαγγελματική καταξίωση.]
(Dorothea Lange 1895-1965)
Aυτή είναι η Φλόρενς το 1979, μαζί με τις κόρες της. Μπροστά της γονατιστή η Νόρμα (το μωρό που κρατούσε τότε στα χέρια της). Πίσω της η Κάθριν και η Ρούμπυ (τα δυο παιδιά με τη γυρισμένη πλάτη στη φωτογραφία του ’36. H Ρούμπυ εμφανιζόταν στο πλευρό της μητέρας της και σε δυο ακόμα από εκείνες τις φωτογραφίες)
H “Migrant Mother” είναι η χαρακτηριστικότερη φωτογραφία της Μεγάλης Ύφεσης. Γρήγορα, όμως, ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κι απέκτησε τους δικούς του ήρωες, τις δικές του εμβληματικές μορφές. Και μετά ήρθε η εποχή της ευημερίας. Κι εκείνη είχε τα σύμβολά της, παντοδύναμα. Ζήτω το χρήμα! Η φτωχή μητέρα έμοιαζε πολύ μακρινή. Τόσο μακρινή, που αρκούσε για να γίνει γραμματόσημο.
(Γραμματόσημο του 1998).
Έτσι γίνεται συνήθως. Οι άνθρωποι τιμούν, φροντίζουν, επιβραβεύουν κι αγαπούν οτιδήποτε υπάρχει σε απόσταση ασφαλείας. Το ΤΩΡΑ παραμένει πάντοτε η εποχή της βαρβαρότητας.
ΥΓ. Σήμερα στο Nipomo (πληθυσμός 16.000 κάτοικοι), πολύ κοντά στο σημείο της τυχαίας ιστορικής φωτογράφισης υπάρχει ένα σχολείο, που φέρει ένα όνομα. Το όνομα της φωτογράφου Ντοροθέα Λανγκ. Όχι της Φλόρενς. Ίσως καλύτερα.
Καλύτερα να μην ήξερα καν το όνομά της, όπως όταν πρωτοείδα τη φωτογραφία κι αναρωτιόμουν αν ήταν ένας δικός μου άνθρωπος. Γιατί όταν ξέρεις όλες αυτές τις λεπτομέρειες, η γυναίκα γίνεται το ενδιαφέρον ντεκόρ μιας ακόμα ιστορίας, ανάμεσα σε αμέτρητες άλλες- που θα μάθεις ή δε θα μάθεις- και νομίζεις πως δεν έχουν καμία σύνδεση με το δικό σου σύντομο πέρασμα απ’ αυτόν τον κόσμο.
Ενώ στην πραγματικότητα εκείνο το βλέμμα, εκείνη η μάνα και τα παιδιά είναι η δική σου ιστορία.
Πηγή : aixmi.gr