Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.
Ο
Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στις
21ηΟκτωβρίου
του 1907, στην Αθήνα από πατέρα ελληνικής
καταγωγής της πόλεως Ελμπασάν, της
σημερινής Αλβανίας (πολλές φορές εκείνη
την εποχή της εμφάνισής του τον αποκαλούν,
κοντά στο ‘’Κωνσταντινοπολίτη’’ και
‘’Αλβανό’’) . Πέθανε πάλι στην Αθήνα
στις 31 Οκτωβρίου του 1985.
Ο
Εγγονόπουλος μέσα απ’ τον
υπερρεαλισμό/σουρεαλισμό της τέχνης
του, δίνει το διαχρονικό πρότυπο του
αγωνιζόμενου ανθρώπου, χωρίς τους
περιορισμούς φυλής, χώρας ή εποχής.
Ένα
ενδεικτικό απόφευγα του ήταν: ‘’Εδώ
είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε’’!
Ο
Εγγονόπουλος, με την εντιμότητα, το
ήθος, την απεριόριστη θέρμη του και την
σπάνια μόρφωσή του, κατάφερε να δώσει
το Ελληνικό πρόσωπο του Υπερρεαλισμού.
Θεώρησα
δε σπουδαιότερο να αντιγράψω τον λόγο
του (ώστε να μπορέσουμε ν καταλάβουμε
πόσο μεγάλος εργάτης της τέχνης ήταν)
μέσα απ’ τη ποιητική του συλλογή
‘’Ποιήματα’’ κι ας σας κουράσω λίγο…
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Ποιήματα», ἔκδ. Ἴκαρος, Ἀθήναι 1994.
Είμαι ζωγράφος και ποιητής!
Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα, και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό, δεν ένοιωσα ποτέ κανενός είδους επιθυμία να ιδώ τα ποιήματά μου δημοσιευμένα. Μου αρκούσε, κυρίως, που τα έγραφα. Κατόπιν, βέβαια, δεν είχα καμιάν αντίρρηση ναν τα διαβάσω σε κάναν φίλο, ενίοτε σε μικρό κύκλο ακροατών, δυο-τρεις το πολύ, που μου το ζητούσαν. Πάντως δε θα έστεργα ποτέ ναν τα δώσω για τύπωμα πριν από τα μέσα του 1938. Ήταν η χρονιά όπου ετελείωνα τις εργαστηριακές μου σπουδές στη ζωγραφική. Μαθήτευα πλησίον του Κωνσταντίνου Παρθένη, και το εύρισκα άπρεπο απέναντι στον σεβαστό κι αγαπητό δάσκαλο να θέλω να εκδηλωθώ προσωπικά, και μάλιστα σε διαφορετική «σχολή», τον υπερρεαλισμό, την στιγμή που καταρτιζόμουνα κοντά του για το μελλούμενο καλλιτεχνικό μου στάδιο. Δεν πιστεύω να ήτανε και αντίθετο στην επιθυμία του μεγάλου Παρθένη να βλέπη τους μαθητάς του, μετά το πέρας, όμως, των σπουδών τους, να παίρνουν τον δικό τους δρόμο, σύμφωνα με την ιδιαίτερή τους διάθεση και τις ιδιαίτερές τους κλίσεις. Όταν ο χαριτωμένος ποιητής Απόστολος Μελαχρινός, προχωρημένο πια το καλοκαίρι του 1938, μου εζήτησε ποιήματα για ναν τα περιλάβη σε τεύχος του περιοδικού του Κύκλος, τότε το μπορούσα, και του έδωσα αρκετά της παραγωγής μου εκείνης της χρονιάς, να διαλέξη όσα ήθελε. Του ήρεσαν τόσο («Τα αρέσω», μου είπεν αυτολεξεί), όπου, όχι μόνο δημοσίεψε πολλά στο αμέσως επόμενο τεύχος του Κύκλου, αλλά προσφέρθηκε και επέμεινε και να βγάλη σε βιβλίο, πάλι στις εκδόσεις του Κύκλου, όλα όσα του είχα δώσει… Αλλά, με την εμφάνιση του βιβλίου, το «σκάνδαλο» το εκσπάσαν υπερέβαινε όχι μόνο κάθε τι το ανάλογο που είχε ποτέ φανερωθή στα ελληνικά γράμματα, αλλά και τις προβλέψεις της πιο τολμηρής φαντασίας. Αστραπιαίως έλαβε τέτοιαν ένταση και τέτοιες διαστάσεις, που κι ο ίδιος ο «ανάδοχός» μου, ο Μελαχρινός, τα έχασε. Αυτός, όπου με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να πούμε ότι του έλειψε ποτέ η λεβεντιά. Δεν ανήγγειλε την έκδοση ούτε, ποτέ, περιέλαβε το βιβλίο στους καταλόγους των εκδόσεων του Κύκλου, που δημοσίευε τακτικά, πίσω, στο εξώφυλλο του περιοδικού…
(Ο
Εγγονόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στα
Γράμματα το 1938 από τις σελίδες του
περιοδικού Ο Κύκλος που εξέδιδε ο ποιητής
Απόστολος Μελαχρινός. Την ίδια χρονιά
κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική του συλλογή
‘’Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν’’, η
οποία προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις
και έλαβε την έκταση φιλολογικού
σκανδάλου.
Παρά το θόρυβο, ο Εγγονόπουλος
θα τυπώσει το 1939 την επόμενη συλλογή
του Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, βιβλίο
το οποίο θα επιβεβαιώσει τη γνησιότητα
και την ιδιαιτερότητα της ποιητικής
του φωνής.)…
Περιοδικά,
εφημερίδες, le premier chien coiffe venu, παρωδούσαν
και αναδημοσίευαν, κοροϊδευτικά, τα
ποιήματά μου. Μια δε εφημερίδα, από τις
μεγάλες, δεν θυμούμαι τώρα ποια,
αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα
πνευματικής, τέλος πάντων, ιδιοκτησίας,
αναδημοσίευσε, σε μια ή δυο συνέχειες…
ολόκληρο το βιβλίο! Συνοδεία, πάντοτε,
χλευαστικών και κακεντρεχών, όσο κι
επιπόλαιων, σχολίων. Ποτέ δεν μ’
ενδιέφεραν η φήμη, η δόξα.
Μόνος πόθος
μου: να περνώ πάντα απαρατήρητος, αν δεν
το μπορούσα ευχάριστος, ανάμεσα στους
συγκαιρινούς μου «συνοδίτας». Κι όμως
άκουσα κι αυτή την κουβέντα, που μου
εξετόξευσε, δεν ξέρω πια σε τι φύλλο,
αγανακτισμένος «φιλολογικός» του
συνεργάτης: «Εγγονόπουλε, πάψε πια να
βασανίζεσαι και να μας βασανίζης!» Αν
η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική
και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική
και η ποίησις με παρηγορούν και με
διασκεδάζουν. Έτσι και τότε, παρ’ όλη
την απογοήτευσή μου, εξακολουθούσα
ανελλιπώς να ζωγραφίζω, «να γράφω»
ποιήματα. Κι όταν, μεσούντος του 1939, ο
μακαρίτης Τάσος Βακαλόπουλος, Ναυπλιεύς,
μου πρότεινε να μου δημοσιεύση συλλογή,
του παρέδωσα τα ποιήματα των Κλειδοκυμβάλων
της Σιωπής, που κυκλοφόρησαν στο τέλος
της ίδιας εκείνης χρονιάς.
Εδώ πρέπει να πω πως, αν δεν εδαπάνησα ποτέ τίποτα για τη δημοσίευση των ποιημάτων μου, δεν απεκόμισα και ποτέ κανένα απολύτως υλικό όφελος απ’ αυτά.
Εδώ πρέπει να πω πως, αν δεν εδαπάνησα ποτέ τίποτα για τη δημοσίευση των ποιημάτων μου, δεν απεκόμισα και ποτέ κανένα απολύτως υλικό όφελος απ’ αυτά.
Με τις ίδιες, αν όχι κι εντονώτερες αντιδράσεις, υπεδέχθησαν, τη νέα μου συλλογή, οι «πνευματικοί» κύκλοι των συμπολιτών. Γεγονός άξιο να εξαρθή όλως ιδιαίτερα, αν ληφθή υπ’ όψη ότι οι καιροί, τώρα, ήσαν μάλλον δύσκολοι: στη Δύση ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ήδη αρχινισμένος, και, στον αττικόν ορίζοντα, είχαν μαζευτεί απελπιστικά μαύρα σύννεφα, που μηνούσαν πολύ προσεγγίζουσες συμφορές.
Τώρα, ποιοι οι αποτελούντες τ’ οργισμένο πλήθος, που με καταδίκαζε κι εμένα; Οι αιώνιοι, οι γνωστοί, οι συνηθισμένοι. Πριν απ’ όλα οι αδιάφοροι, που οι συνήθεις ασχολίες τους είναι τελείως άλλες και για τους οποίους: πνεύμα, ποίησις, τέχνες, είναι άφραγο χωράφι, όπου πιστεύουν ότι δικαιούνται να μπαίνουν ως το κρίνει το κέφι τους, ν’ ανοηταίνουν, να «σπαν πλάκα» κατά το δη λεγόμενο. Μάλιστα όταν βρεθούν και καλοθελητές να τους εμπνεύσουν και ναν τους κάμουν την αρχή!… Γιατί από μόνοι τους δεν θα «επεσήμαιναν» τα αξιοκατάκριτα, τ’ αξιογέλαστα: δε θα μπορούσαν, ίσως και δεν θα τολμούσαν2. Ύστερα οι «νερόβραστοι», αυτοί που πιθανόν να έχουν κάποιο μικρό ενδιαφέρον για μιαν ελάχιστη περιοχή της τέχνης και που, μέσ’ στην άγνοια και την αμάθειά τους, την ημιμάθειά τους έστω, παίρνουν κι αυτοί το δικαίωμα να επιτίθενται και να βρίζουν μ’ όσους διαφωνούν. Έπειτα οι καθαρώς κακοί, που απονέμουν εις εαυτούς, έτσι, το δικαίωμα να βλάπτουν τους συνανθρώπους με κάθε πρόφαση. Αλήθεια, οι αναγνωρίζοντες εις εαυτούς δικαιώματα δεν αξίζουν και πολλά πράγματα: ο πραγματικά πνευματικός άνθρωπος καθήκοντα, και μόνο, παραδέχεται κι αναγνωρίζει στον εαυτό του. Για να δώσω μια σαφή εικόνα της όλης καταστάσεως, αντιγράφω από άρθρο γνωστού κριτικού, σχετικά με τον καιρό που λέω: «Την εποχή εκείνη των ακαθόριστων ακόμη αισθητικά και κριτικά όρων και αποχρώσεων της νέας ποίησης, οι δύο συλλογές του Εγγονόπουλου συμβάλανε αποφασιστικά για την τελειωτική αποκρυστάλλωση της έννοιας υπερρεαλισμός στην αντίληψη πολλών, σαν πνευματικό σκάνδαλο, δίχως προηγούμενο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Ο Εγγονόπουλος έγινε από τότε στόχος μιας παράφορης κι αντιπνευματικής, στο βάθος, καταδρομής από χρονογράφους, επιθεωρησιογράφους, λόγιους, κριτικούς και ποιητές, που γρήγορα γενικεύτηκε σε τυφλή επίθεση κατά της νέας μας ποίησης και λογοτεχνίας. Μα ενώ σιγά-σιγά το έργο των άλλων άρχισε να γίνεται δεκτό “κατά δόσεις” σαν αληθινή και νέα ποίηση, στον Εγγονόπουλο δε δόθηκε ακόμη χάρη και τ’ όνομά του, στημένο στην πιο απλησίαστη περιοχή της λογοτεχνίας μας σαν κατηγορηματική απαγόρευση,…» κλπ. Και πρέπει να γίνη απόλυτα πιστευτός ο κριτικός μας, γιατί έχει τις πληροφορίες του από θετική πηγή. Ενώ, σήμερα, έχω την τιμή να τον συγκαταλέγω ανάμεσα στους πιο χαριτωμένους μου φίλους, φίλους και του προσώπου μου και της δουλειάς μου, πρέπει να ομολογήσω πως, τότε, μετριόνταν ανάμεσα στους πιο ανελέητους, στους πιο αδυσώπητους επιτιμητάς κι επικριτάς μου... Πηγή
Είσαι η αλήθεια
Μπολιβάρ είσαι ωραίος, ωραίος σαν Έλληνας
Είσαι του Ρήγα, του Ρήγα Φεραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου και του Πασβαντζόγλου αδελφός
Είσαι ο λευτερωτής της νότιας Αμερικής
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι γιος σου.