Αγαθόν το εξομολογείσθαι τω Κυρίω
και ψάλλειν τω ονόματί σου, Ύψιστε· του αναγγέλλειν το πρωί το έλεός σου
και την αλήθειάν σου κατά νύκτα.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως το
απόστιχο αυτό της ορθόδοξης λειτουργικής υμνογραφίας εξεικονίζει την
πρόθεση της Αγαθής Δημητρούκα να εξομολογηθεί, στη μνήμη του Νίκου
Γκάτσου, και να ψάλλει ύμνο στην αλήθεια της συνύπαρξής τους.
Κι’ αληθινά μία εκ βαθέων εξομολόγηση
είναι τούτο το κείμενο, παρ’ ό,τι σημειώνεται ως μυθιστορηματική
αυτοβιογραφία. Το προσδιοριστικό επίθετο «μυθιστορηματική», πιστεύω πως
γίνεται αποδεκτό μόνο και μόνο επειδή η ζωή της Αγαθής Δημητρούκα και το
εκπληκτικό άλμα που πραγματοποίησε, ανοίγοντας δρόμους προσωπικούς, και
η προσωπικότητα του Νίκου Γκάτσου και της πνευματικής του συντροφιάς,
έχουν τέτοιας ποιότητας χαρακτηριστικά που αγγίζουν τα όρια του μύθου.
Στο βιβλίο, η Αγαθή Δημητρούκα,
διηγείται την πορεία του βίου της, από την παιδική ηλικία στον Πεντάλοφο
Αιτωλοακαρνανίας στα τέλη της δεκαετίας του 1950, μέχρι το 1992, χρονιά
που ο Νίκος Γκάτσος έπαψε να υπάρχει ως όντως σώμα και παρέμεινε –και
θα παραμένει- ως πνεύμα, ως πνευματικό έργο, τροφοδοτώντας ζείδωρα την
αναπνοή της ελληνικής μας γλώσσας.
Το ένα τρίτο περίπου της αφήγησης
καλύπτει η εξιστόρηση της παιδικής και εφηβικής ηλικίας της Αγαθής
Δημητρούκα στον γενέθλιο τόπο. Το χωριό της, ένας τυπικός, απομονωμένος,
αγροτοκτηνοτροφικός οικισμός της ελληνικής επαρχίας με όλα τα
χαρακτηριστικά των πληγών που άφησε ο πόλεμος και ο εμφύλιος σπαραγμός
στον τόπο και στις ψυχές των ανθρώπων.
Η συγγραφέας σκιαγραφεί αδρά την εποχή,
συχνά-πυκνά με τόνους ασπρόμαυρους που ταιριάζουν με τη σκληρότητα, τη
μιζέρια, τα ψυχικά αδιέξοδα εκείνων των χρόνων, αλλά και με την ελπίδα
και τον αγώνα για ανάταση.
Η
μικρή Αγαθή μεγαλώνει σ’ ένα αγροτόσπιτο της μιας κάμαρας με γείτονες,
πιθανότατα και συγγενείς, γύπες που επωφθαλμιούν και πιέζουν αφόρητα ν’
αρπάξουν το πέριξ οικόπεδο, ώσπου το καταφέρνουν. Καταλυτική, πρακτικά
και εξ’ ανάγκης, ενεργητική μορφή είναι αυτή της μάνας. Από εκείνης το
χέρι περνάει η φροντίδα του σπιτιού, η καλλιέργεια των χωραφιών, η
μέριμνα για τα ζωντανά, εκείνη γίνεται αποδέκτης της επίθεσης των
γειτόνων. Η Αγαθή βοηθά τη μάνα έχοντας, από παιδί, το βλέμμα της ψυχής
της στραμμένο στη φυγή από τη μιζέρια, από το στενόχωρο, καταπιεστικό
περιβάλλον. Κυρίαρχη όμως μορφή αποτελεί ο πατέρας. Ακινητοποιημένος
μέσα στο σπίτι από πολιομυελίτιδα, μισοπαράλυτος, «πατσαλός», όπως
ανάλγητα τον αποκαλούν οι γύπες-γείτονες, ρίχνει τον ίσκιο του
ευεργετικά, προστατευτικά πάνω στο βλασταράκι του, στην «τσούπα» του,
όπως την λέει, κι αυτός κι η μάνα της, με περηφάνια. Κι η Αγαθή τον
περιποιείται, τον φροντίζει, και παράλληλα μιλάει μαζί του,
κουβεντιάζει, δίνει και παίρνει. Ο πατέρας της είναι ο πρώτος δάσκαλος,
εκείνος της μαθαίνει τα πρώτα γράμματα. Κι η Αγαθή είναι ένα παιδί
φανατικό για γράμματα. Όταν θα πάει στο Γυμνάσιο θα μαζεύει
πενηνταράκι-πενηνταράκι το χαρτζιλίκι της για ν’ αγοράζει βιβλία. Να πώς
περιγράφει την αγοραστική δυνατότητα της εποχής:
Με ένα τάλιρο, τότε, μπορούσα να
αγοράσω πενήντα τσίχλες ή πενήντα καραμέλες γάλακτος ή εκατό απλές, ή
δέκα μικρές σοκολάτες ή πέντε μεσαίες αμυγδάλου ή δύο μεγάλες, ή πέντε
πακετάκια μπισκότα σκέτα ή τέσσερα πακέτα γεμιστά, ή δέκα μαντολάτα ή
οχτώ παστέλια ή δέκα κουτάκια βανίλια –αυτή που γίνεται υποβρύχιο-, κι
αν το κράταγα για το καλοκαίρι, θα μπορούσα να πάρω από τον παγωτατζή
δέκα χωνάκια παγωτό χύμα ή πέντε κύπελλα ή τέσσερις πυραύλους του
εμπορίου.
Όμως η Αγαθή ήθελε να παίρνει βιβλία.
Ήθελε να δικαιώσει τις προσδοκίες των γονιών της για την «τσούπα» τους,
μα πιο πολύ να δώσει υπόσταση στην παρόρμηση που φούντωνε στις εκβολές
της ψυχής της για γνώση και για φυγή από οτιδήποτε την καταπίεζε, μέσω
της γνώσης. Και την καταπίεζαν πολλά που γίνονταν εύκολα αντιληπτά, και
κάποια που μόνο εκείνη γνώριζε, κάποια που μόνο το παιδικό κορμάκι κι η
ψυχούλα της υπέμεναν.
Η επαφή με τον επεξεργασμένο λόγο, στην
έντυπη ή στην άυλη μορφή του, ήρθε μέσα από τα μαθητικά βιβλία κι από
βιβλία που έστελνε στο πατέρα της κάποιος συμμαθητής του, εκπαιδευτικός,
καθώς και από τα ερτζιανά, κυρίως από τον Ραδιοφωνικό σταθμό Ιεράς
Πόλεως Μεσολογγίου. Κείμενα λογοτεχνικά και τραγούδια.
[…] μάζευα πενηντάλεπτο πενηντάλεπτο
το καθημερινό χαρτζιλίκι –κι αντί να παίρνω κάθε δεύτερη μέρα μια
τυρόπιτα της μιας δραχμής, έπαιρνα κάθε μήνα κι ένα βιβλίο: τον Επιτάφιο του Ρίτσου, τη Ρωμιοσύνη, τη Σονάτα του Σεληνόφωτος… Κάποτε πήρα και την Ασκητική του Καζαντζάκη. Έπειτα άρχισα να παίρνω τις σαιξπηρικές τραγωδίες στις μεταφράσεις του Ρώτα. Τελευταίο πήρα τον Ματωμένο γάμο του Λόρκα στη μετάφραση του Γκάτσου.
Και θα φτάσει κάποτε ως τα κακοτράχαλα
όρια του μικρού της χωριού η αύρα του πολιτισμικού και πολιτικού
μηνύματος των Λαμπράκηδων, κι οι μουσικές του Μίκη και το οραματικό
φάσμα μιας καλύτερης πιο δίκαιης κοινωνίας.
Ο πατέρας της Αγαθής, παίρνει την
παράτολμη απόφαση να μετακομίσουν στην Αθήνα, στα Λιόσια, προκειμένου η
«τσούπα» του να εξασφαλίσει αποτελεσματικότερες συνθήκες σπουδών. Αυτός ο
πατέρας, που όπως γράφει η Αγαθή, με το μερίδιο που του αντιστοιχούσε
από την πώληση ενός οικογενειακού χωραφιού:
[…] σαν εφόδιο για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση- μου πήρε την εγκυκλοπαίδεια Δομή,
που έδινε δώρο το δεκαπεντάτομο λεξικό Δημητράκου. Πολύ μεγάλη απόφαση,
αν φανταστεί κανείς πως τότε αυτές οι πέντε χιλιάδες δραχμές
αντιστοιχούσαν σε πέντε στρέμματα χωράφι. Αλλά κι εγώ πόσες φορές τα έχω
οργώσει, ξεφυλλίζοντας τριάντα τόμους, συν έναν της Πινακοθήκης,
τριάντα έναν!
Η εγκατάσταση στην Αθήνα δεν θα
ευδοκιμήσει για λόγος πρακτικούς. Θα επιστρέψουν στο χωριό. Θα συνεχίσει
στο Μεικτό Γυμνάσιο Νεοχωρίου κι αργότερα στο Θηλέων Μεσολογγίου. Όμως η
Αγαθή ξέρει πλέον το δρόμο. Ξέρει πού βρίσκεται το αντικείμενο του
πόθου της: η μήτρα της γνώσης. Κι όποτε μπορεί το σκάει για την Αθήνα.
Ήδη έχει επισκευτεί τον Ρίτσο στο σπίτι του και τη νύχτα του
Πολυτεχνείου φορτώθηκε ένα σακούλι λεμόνια πήρε και το τρατζιστοράκι της
και τράβηξε για τη φωτιά των γεγονότων. Και μόλις έπεσε η δικτατορία
ξανακατέβηκε στην κηδεία του Βάρναλη. Κι εντάχθηκε στις πολιτικές
νεολαίες της Αριστεράς. Και προσπαθούσε να ρουφήξει τη ζωή μέσα από τη
γνώση και τη δράση. Ήδη, όπως είπαμε, λίγο πριν ταυτοποίησε ένα όνομα,
αυτό του Νίκου Γκάτσου, με ό,τι καταλυτικά την συγκλόνισε, ως γραφή, ως
στίχος, πρωτότυπος ή μεταφρασμένος. Να πώς το αφηγείται:
[…] εκείνο το φθινόπωρο του 1974 έκανα τη μεγαλύτερη διαπίστωση της ζωής μου: η μετάφραση του Ματωμένου γάμου, η διασκευή
και ραδιοσκηνοθεσία κάποιων θεατρικών έργων και οι στίχοι των
τραγουδιών που με συγκινούσαν και περίμενα να τα ακούσω από το ραδιόφωνο
σαν μηνύματα που εκπέμπονταν ακριβώς για μένα από έναν κόσμο μαγικό
είχαν την υπογραφή «Νίκος Γκάτσος». Κάτι άστραψε στο μυαλό μου, στην
ψυχή μου, γύρω μου, και μ’ έκανε να τρέξω στο τηλεφωνικό κέντρο και να
ψάξω στον κατάλογο το τηλέφωνό του: μπορεί οι αγαπημένοι ποιητές να
είναι μοναδικά όντα, δεν παύουν όμως –και είχα ήδη το παράδειγμα του
Ρίτσου- να είναι άνθρωποι μέσα στο κοινωνικό σύνολο και όχι εκτός, όπως
νομίζουν οι άμουσοι. Κι αφού βρήκα τον αριθμό, βρήκα και την τόλμη και
του τηλεφώνησα.
Βρήκε τον αριθμό στον τηλεφωνικό
κατάλογο. Απίστευτο ακούγεται σήμερα. Όμως τότε δεν είχαν κυριαρχήσει τα
ωμοφαγικά ΜΜΕ του life style και οι δημιουργοί εμπιστεύονταν την
κοινολόγηση της διεύθυνσης του σπιτιού τους και τον τηλεφωνικό τους
αριθμό. Του τηλεφώνησε η Αγαθή, συστήθηκε, δεκαεξήμισι χρονών κοπελίτσα,
ζήτησε την ταχυδρομική διεύθυνση και του έγραψε. Κι εκείνος
ανταποκρίθηκε με χαρά, κι απάντησε, και τα Χριστούγεννα της έστειλε τα
δώρα του, δίσκους βινυλίου, κασέτες, ένα ραδιοκασετόφωνο, μια πένα
Parker και ελβετικές σοκολάτες. Και λίγο αργότερα εκείνος την
επισκεύτηκε στο χωριό και γνώρισε τους γονείς της. Έτσι λοιπόν, με ένα
τηλεφώνημα και μιαν επιστολή ξεκίνησε μια επαφή και μια σχέση ζωής. Της
νεαρής Αγαθής Δημητρούκα, ενός αγριμιού με ζηλευτή φιλομάθεια και του
ώριμου πνευματικά και ηλικιακά Νίκου Γκάτσου, του ποιητή της Αμοργού,
του μεταφραστή, του στιχουργού που απέδειξε, πρώτος ίσως αυτός, την
δυνατότητα ισοτιμίας της στιχουργικής με την ποίηση. Μόλις η νεαρή
κοπέλα τέλειωσε το Σχολείο έφυγε για την Αθήνα, παρά τις φωνές της μάνας
της.
Για την Αθήνα έφυγα (γράφει) με
το «ζαρμπί» μου, δηλαδή με το έτσι θέλω. Πήρα τη γραφομηχανή μου και τα
ρούχα μου, πήρα το λεωφορείο, και κατά τις δυόμισι το μεσημέρι χτυπούσα
το κουδούνι της μονοκατοικίας της οδού Σπετσών 101 στην Κυψέλη.
Ο Νίκος με περίμενε.
«Άργησες» ήταν η πρώτη του κουβέντα.
«Μα…»
«Άργησες είκοσι χρόνια!»
«Πριν από είκοσι χρόνια δεν είχα ακόμα γεννηθεί…»
«Μάλλον έπρεπε να ήμουν εγώ είκοσι χρόνια νεότερος».
Έτσι ξεκίνησε μια σχέση μαθητείας,
δημιουργίας και αγάπης, κάτω από την ίδια στέγη, που κράτησε ως το
θάνατο του Γκάτσου. Την επιλογή της αυτή θα την εκφράσει, μορφοποιώντας
την σε στίχους, αργότερα, στίχους όπως π.χ.: Τίναξα απ’ τον ώμο μου/την απελπισία,/χάραξα το δρόμο μου/στην κακοτοπιά ή ακόμη όπως: Θέλω να πετάξω ελεύθερα/πιο πέρα κι από το κενό/πράγματα μικρά και δεύτερα/δεν ξέρω ν’ αγαπώ.
Από το σημείο αυτής της πρώτης επαφής
ξεκινά η εξιστόρηση της ζωής με τον Γκάτσο και με τους ανθρώπους της
Τέχνης γύρω από τον Γκάτσο: Χατζιδάκις, Ελύτης, Ξαρχάκος, Λορεντζάτος,
Μούσχουρη, Κηλαηδόνης, Μούτσης, Μητσιάς, Εμιρζάς, Πατσιφάς, Λεφεντάριος,
Σταθόπουλος, Σωτήρης Μουστάκας, Μαρία Μπονέλου, άλλοι πολλοί
συγγραφείς, ποιητές, μουσικοί, ηθοποιοί, ζωγράφοι. Καθηγητές στο λόγο
και στο έργο των οποίων μαθήτευσε το νεαρό αγρίμι από την επαρχία, κάτω
από την επίβλεψη και την υψηλή διδαχή του πρυτάνεως Γκάτσου. Γιατί ο
Γκάτσος αναγνωριζόταν ως πρύτανης απ’ όλη τη σύνθεση της ιστορικής
παρέας του «Φλόκα», του «Ζωναρά» και του «GB Corner».
Ως εκ τούτου, λοιπόν, τα δύο τρίτα του
βιβλίου, μπορούμε να πούμε, πως είναι η βιογραφία ενός μέρους της ζωής
και της δημιουργίας του Νίκου Γκάτσου δοσμένη μέσα από το αγαπητικό,
αλλά δίκαιο και γι’ αυτό αντικειμενικό, βλέμμα της Αγαθής Δημητρούκα.
Μαθαίνουμε πολλά για τον Γκάτσο. Για τις καθημερινές του συνήθειες, τον
χαρακτήρα του, την αρχοντιά και τη γαλαντομία του, για τις εμμονές του,
για το χιούμορ του, για τις απόψεις σχετικά με το τραγούδι και τη
στιχουργική, για τους προγόνους και τους γονείς του, για τη γνώμη του
σχετικά με ομότεχνούς του και τους φίλους, για τον τρόπο και τις
συνθήκες κάτω από τις οποίες έγραψε τους στίχους κάποιων τραγουδιών, για
τα σημάδια της φθοράς πάνω του, για την αρρώστια και το θάνατό του.
Όσο εντυπωσιακό, όσο θελκτικό κι αν
είναι το περιεχόμενο των σελίδων που αναφέρονται στον Γκάτσο και τη
συντροφία, ο αναγνώστης γοητεύεται από εκείνα τα σημεία στα οποία
προβάλλει εξομολογητικά το πνεύμα και η συναισθηματική σκευή της Αγαθής
Δημητρούκα:
η αυτογνωσία της:
[…] το υπερβολικό αίσθημα ασφάλειας (λέει)
που μου ενέπνευσε, σε συνάρτηση με τον παρορμητικό χαρακτήρα μου, με
έκανε συχνά να εκτιμώ λάθος καταστάσεις και πρόσωπα και να πέφτω σε
παγίδες.
Γιατί, παρόλο που ακόμα και σήμερα,
νιώθω τον Γκάτσο σα προστατευτική αύρα γύρω μου, σπάνια καταφέρνω να
ισορροπώ: βουλιάζω στις καταβόθρες των λαθών μου.
η σεμνότητα και η ευγνωμοσύνη:
Ο Γκάτσος αναρρώνει από καρδιακό επεισόδιο και κουράζεται εύκολα με
αποτέλεσμα να παραιτείται με την πρώτη προσπάθεια από οποιαδήποτε
πνευματική εργασία.
Ο Χατζιδάκις όμως, (γράφει η Αγαθή) ετοιμαζόταν για συναυλία στο Ηρώδειο με τη Νάνα Μούσχουρη και ήθελε, μαζί με τους Μύθους μιας γυναίκας, να παρουσιάσει με ελληνικούς στίχους και ορισμένα τραγούδια από τα Reflections, αφού τότε οι μετέπειτα Αντικατοπτρισμοί με τη Μούσχουρη προορίζονταν να δισκογραφηθούν.
Με τον Γκάτσο να παραιτείται λοιπόν
και με τον Χατζιδάκι να μην έχει πρόβλημα αν τους στίχους τους έγραφα
εγώ –[…]- μου παρουσιαζόταν η ευκαιρία να βγω μπροστά, όμως προτίμησα να
αντισταθώ σε μια τόσο άνανδρη φιλοδοξία.
Κανένα φυσικό ή ψυχικό μειονέκτημα
του ανθρώπου δε μου προκαλεί αποστροφή παρά μόνο η ανανδρία, και τίποτα
δε με συναρπάζει περισσότερο από τη φιλοδοξία που έχει ως αφετηρία της
τη γενναιότητα.
η ανταπόδοση της γενναιοδωρίας:
Στον Γκάτσο αρχίζουν να γίνονται ορατά τα σημάδια της φθοράς. Το σώμα
γερνάει, η φλόγα του πνεύματος θαμπώνει. Η Αγαθή Δημητρούκα αναρωτιέται:
Θ’ άντεχα να ζήσω πλάι του δέκα –και
παραπάνω ίσως- γερασμένα χρόνια; Θα μπορούσα ν’ αντέξω τη φθορά του; Να
βλέπω το μυαλό που λάτρεψα να χάνει την ισχύ του; Δεν ήταν η αγάπη του
κορμιού που μας συνέδεε. Όχι! Δεν θα μπορούσα. Δε θα το άντεχα. Κι
ακριβώς γι’ αυτό έπρεπε να φύγω: για να μην είμαι εκεί στην ερήμωση του
νου. Όμως, αν έφευγα, τι θα έκανε εκείνος; Θα μπορούσε ν’ αντέξει τη
δειλία μου; Όχι! Αποκλείεται! Δε θα μπορούσε. Η φυγή μου θα τον σκότωνε.
Δεν ήταν μια συνηθισμένη φυγή σε καιρό ειρήνης. Ήταν λιποταξία! Γιατί
είχε ξεσπάσει ο πόλεμος της ηλικίας. Ήταν ακύρωση των βιωθέντων από τα
μη δυνάμενα να βιωθούν. Θα πολεμήσω είπα· κι έμεινα.
Όσο
διαβάζει κανείς το βιβλίο, ακόμα και μέσα στην καρδιά των διηγήσεων που
πρωτοστατεί ο Γκάτσος, συνειδητοποιεί πως τον ενδιαφέρει μονάχα η Αγαθή
Δημητρούκα, λες και όλα τα γύρω από αυτήν πρόσωπα, και ο ίδιος ο
Γκάτσος, έχουν απορροφηθεί στο πνεύμα της και ενυπάρχουν ως αύρα
συναισθήματος στην εκ βαθέων εξομολόγησή της.
Οι αρετές της γραφής σ’ αυτό το βιβλίο
είναι πολλές. Θα σημειώσω τη γάργαρη ροή της αφήγησης, την ενδιαφέρουσα
αλλαγή ροής στις διαδρομές του νερού, καθώς και την έγκαιρη διακοπή της
ροής προτού πλημμυρίσουν οι σελίδες και πνιγεί το φύτρο της αφήγησης
χωρίς να βλαστήσει. Ακόμη τα ποικίλματα του κειμένου με στίχους της
Αγαθής Δημητρούκα που είτε ερμηνεύουν είτε υποστηρίζουν την αφήγηση. Κι
ακόμη τις χρήσιμες σημειώσεις, που εκτείνονται σε ενάμισι, σχεδόν,
τυπογραφικό και, γραμμένες με κάποιο συναίσθημα, όπως τονίζει η συγγραφέας, αποτελούν συνέχεια της αφήγησης.
Η ίδια η συγγραφέας, σε ένα αυτοαναφορικό κείμενο σχετικά με τη γραφή αυτού του βιβλίου, έχει πει:
Πρόκειται για το πρώτο μου βιβλίο
που απευθύνεται σε ενήλικους αναγνώστες, οι οποίοι εύκολα θα αντιληφθούν
ότι χρησιμοποιώ τη ζωή μου, παρ’ όλες τις τραγικές αντιθέσεις της, ως
αφορμή για να μεταφέρω βιωμένες μνήμες καθώς και δανεισμένες, για να
καταθέσω μαρτυρίες αλλά και συναισθήματα και για να αποδώσω ατμόσφαιρες
χωρίς παραμορφώσεις απ’ τον χρόνο.
Το προσωπικό μου όφελος; Ώσπου να
κλείσουν οι δύο μήνες της συγγραφής, αισθάνθηκα την ψυχή μου να
μαλακώνει, την ανάσα μου να δυναμώνει και να βρίσκω το πολύτιμο σθένος
να αντισταθώ, μαζί με όσους αντιστέκονται, σε όλα αυτά που μας κάνουν να
πουλάμε τη ζωή και να χρεώνουμε τον θάνατο, χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ τι
μένει.
Γιώργος Χ. Θεοχάρης