"Στην Μάν(ι)α όλων μας" είχε γράψει ο αξέχαστος φίλος, ποιητής
Γιάννης Βαρβέρης, στην αφιέρωση μιας συλλογής του προς την κυρία Μαρίνα
Καραϊτίδη. Έτσι, με το γιώτα μέσα σε παρένθεση, αφού η"κυρία Μάνια" ήταν
όλων μας, ήταν μάνα όλων μας εκεί στο μικρό της γραφείο στο βάθος του
βιβλιοπωλείου της "Εστίας".
"Καλημέρα, παιδί μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω", σου έλεγε και δεν ήταν η τυπική αστική ευγένεια, αν και η κυρία Μάνια διέθετε όλη την ευγένεια της αστικής αγωγής και καταγωγής που άνθισε σε άλλους καιρούς. Και όταν λέω "διέθετε", εννοώ ότι σου τη διέθετε αφειδώλευτα και με αγάπη??? δεν ήταν προσόν, ήταν "αυτό" που είναι "αυτό" επειδή "έτσι είναι", όπως θα έλεγε και η Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, ένα βιβλίο από τις εκδόσεις της "Εστίας" που με συντροφεύει και θα με συντροφεύει εσαεί, αφού το Μακρύκιοϊ (Μακροχώρι), προάστιο καλοστεκούμενων αστών της Κωνσταντινούπολης είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε και η μητέρα μου Ελένη Αγγελίδου.
Η κυρία Μάν(ι)α λοιπόν. Που στ' αλήθεια χαιρόταν ότι σ' έβλεπε. "Καλημέρα σας, κυρία Μάνια, πέρασα για μια καλημέρα". Και η "καλημέρα" δεν ήταν ποτέ απλώς μια "καλημέρα"??? ένα μυστήριο πράγμα το πώς περνούσε η ώρα σ' εκείνο το μικρό γραφείο, και πάντα να σε συστήσει με ενθουσιασμό σε όποιον έμπαινε (και πάντα κάποιος έμπαινε) κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Και η κουβέντα; Από τα μικρά στα μεγάλα κι από τα μεγάλα στα μικρά με τον μοναδικό τρόπο που έχουν για να σε παρασύρουν οι χαριτωμένοι (αυτοί που έχουν χάρη δηλαδή) άνθρωποι
.
Ήταν απολύτως φυσιολογικό η κουβέντα να πλέει σ' εκείνο το μικρό γραφείο, από την αγωνία για το πού πάνε τα πράγματα στα λογοτεχνικά κουτσομπολιά (χωρίς ποτέ, μα ποτέ, ούτε ίχνος κακότητας, αλλά αντίθετα με τη χαμογελαστή και μειλίχια παραδοχή περί της ματαιότητας της κάθε έριδας) κι από τα λογοτεχνικά κουτσομπολιά στην αγαθότητα των προσωπικών περιστατικών. "Κύριε Καναβούρη (αυτός ο αμίμητος τρόπος να περνάει ακαριαία από τον πληθυντικό της ευγένειας στον ενικό της φιλίας) να πεις στον μπαμπά σου, παιδί μου, να μην σηκώνει βάρη τώρα που έκανε εγχείρηση καταρράκτη, γιατί εγώ έκανα μια βλακεία και τώρα δεν διορθώνεται".
Κι απ' έξω από το γραφείο να βουίζουν τα βιβλία στα ράφια, να βουίζει εκείνη η παβάνα της κουλτούρας που δεν είναι πόζα, αλλά το ήρεμο αποτέλεσμα χρόνων και χρόνων μέσα στην περιπέτεια του βιβλιοπωλείου, πάει να πει μέσα στην περιπέτεια του χρόνου, δηλαδή μέσα στην περιπέτεια του τόπου και στη χαρμολύπη του. "Κυρία Μάνια, πρέπει να φύγω". "Καλά. Θες λίγο τσίπουρο; Μου φέρανε ένα πολύ ωραίο από...". Κι ύστερα από ώρα: "Κυρία Μάνια φεύγω". "Γειά σου, παιδί μου, να ξανάρθεις". Πού να ξαναέρθω, κυρία Μάνια; "Απέσβετο" το "λάλον ύδωρ" του βιβλιοπωλείου της "Εστίας", εκεί στη Σόλωνος, σχεδόν απέναντι από τη Νομική.
Έτσι, ξαφνικά, σαν μια ανάσα, πέρασαν 128 ολόκληρα χρόνια κι έγινε Σάββατο 30 Μαρτίου του 2013. Και το βιβλιοπωλείο της "Εστίας" έκλεισε. Και μείναμε ανέστιοι. Χαίνει κενό στο σύστημα των όρων συνύπαρξης, που λέγεται "πόλη". Χάσκει το μαύρο κέρδος του καιρού που γκρέμισε το σπίτι κι είναι απύλωτη σε τούτο το σημείο η πόλη, είτε το καταλαβαίνεις είτε δεν το καταλαβαίνεις. Πού να ξαναέρθω, κυρία Μάνια; Πού να ξαναέρθουμε όλοι μας; Δεν είναι ερώτημα της νοσταλγίας. Είναι ερώτημα -που δυστυχώς έχει άγρια απαντηθεί- συνείδησης της ανεκλάλητης ανάγκης που μας συνέχει για παιδεία, για ποίηση, για συντροφιά, για παραμυθία, για γεγονός ορθοστασίας. Αυτό ήταν το βιβλιοπωλείο της "Εστίας".
Ένα γεγονός ορθοστασίας, από ελεύθερη προσωπική επιλογή, να στέκεσαι και να ξεφυλλίζεις το παν. Τον καιρό και τον χρόνο. Όρθιο μαζί με άλλους όρθιους που βρίσκονταν εκεί για τον ίδιο λόγο: Να βρουν εκείνο που τους θέλγει ώστε να μπορέσουν να κατορθώσουν τη μύχια ανάγκη τους να αναστατωθούν για να αναστατώσουν -ο καθένας με τον τρόπο του- τον κόσμο και τον μέσα τους τρόμο. Έτσι έγινε. Για 128 χρόνια το βιβλιοπωλείο της "Εστίας" ήταν μια εστία αναστάτωσης. Ένα συμπέρασμα πολιτικής θεωρίας για το πώς και το γιατί φεύγει το εργαλείο από το σιδερένιο χέρι κάθε συστήματος και γίνεται, εξ υποστάσεως, φωλεά του επικίνδυνου πνεύματος μιας κάποιας ανατροπής.
Διότι η ανατροπή μπορεί να έλθει από παντού και κυρίως από εκεί που δεν το περιμένεις. Αυτό έχω την αίσθηση ότι υπήρξε το βιβλιοπωλείο της "Εστίας". Μια φωλεά ενδεχόμενου κινδύνου. Κινδύνου για το συμπαγές των επιχωρισμών, κινδύνου για το σύστημα των κατατάξεων, κινδύνου για την απολυτότητα της ιδεολογικής κώφωσης. Κι ένα γύρω οι άνθρωποί του. Αυτοί που σήμερα είναι χωρίς δουλειά. Οι ίδιοι που θα σ' έπιαναν από το χέρι για να σε φτάσουν μέχρι τον τίτλο του βιβλίου. Που ήταν τίτλος τιμής και γι' αυτόν που το πουλάει και γι' αυτόν που το αγοράζει. Ένας τίτλος υψηλής καθημερινής ίδρυσης της αγοραίας συνθήκης σ' ένα διαρκώς ανατροφοδοτούμενο αισθητικό, ηθικό και λογικό περιβάλλον.
Σε ένα περιβάλλον όπου το προϊόν ήταν κυρίως η αιτιώδης σχέση μεταξύ ατομικού και συλλογικού υποκειμένου και κατόπιν η εργασιακή στιγμή της σύζευξης όπου η αντίτιμη δοσηθηρία δεν επιτίθεται στο νεύμα και γι' αυτό το περιέχει ως πλούτο δρομαίο προς το άγνωστο. Αυτά τα ήξεραν καλά οι εργαζόμενοι στο βιβλιοπωλείον της "Εστίας" που έμειναν χωρίς δουλειά ύστερα από 128 χρόνια. Δεν είναι χθεσινοί. Ολόκληρα 128 χρόνια δούλευαν στο βιβλιοπωλείον της "Εστίας". Φαντάσου τη στιγμή που ο τελευταίος κλείνει την πόρτα. Εάλω η πόλις.
Γιατί όταν ένα τέτοιο βιβλιοπωλείο κλείνει, ανοίγουν οι πόρτες στον ορυμαγδό, στις ποσότητες, στους αριθμούς (που πόρρω απέχουν από τα μαθηματικά), στις εταιρείες ενοικιαζόμενης δημοκρατίας. Ξέρω. Μέχρι να δημοσιευτούν αυτές οι γραμμές ο χώρος μπροστά από το βιβλιοπωλείο, επειδή είναι υπόστεγος, θα έχει γεμίσει ανέστιους. Κι από πάνω τους θα χάσκει κενή η προθήκη που σιωπηλά υπομνημάτιζε τα ιστορικά τεύχη της "Νέας Εστίας". Κάλβος, ας πούμε. "Της θαλάσσης τα κύματα". "Να ξανάρθεις". Πού να ξανάρθω, κυρία Μάν(ι)α όλων μας; Πού να εστιάσω;
Πηγή: Αυγή
"Καλημέρα, παιδί μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω", σου έλεγε και δεν ήταν η τυπική αστική ευγένεια, αν και η κυρία Μάνια διέθετε όλη την ευγένεια της αστικής αγωγής και καταγωγής που άνθισε σε άλλους καιρούς. Και όταν λέω "διέθετε", εννοώ ότι σου τη διέθετε αφειδώλευτα και με αγάπη??? δεν ήταν προσόν, ήταν "αυτό" που είναι "αυτό" επειδή "έτσι είναι", όπως θα έλεγε και η Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, ένα βιβλίο από τις εκδόσεις της "Εστίας" που με συντροφεύει και θα με συντροφεύει εσαεί, αφού το Μακρύκιοϊ (Μακροχώρι), προάστιο καλοστεκούμενων αστών της Κωνσταντινούπολης είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε και η μητέρα μου Ελένη Αγγελίδου.
Η κυρία Μάν(ι)α λοιπόν. Που στ' αλήθεια χαιρόταν ότι σ' έβλεπε. "Καλημέρα σας, κυρία Μάνια, πέρασα για μια καλημέρα". Και η "καλημέρα" δεν ήταν ποτέ απλώς μια "καλημέρα"??? ένα μυστήριο πράγμα το πώς περνούσε η ώρα σ' εκείνο το μικρό γραφείο, και πάντα να σε συστήσει με ενθουσιασμό σε όποιον έμπαινε (και πάντα κάποιος έμπαινε) κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Και η κουβέντα; Από τα μικρά στα μεγάλα κι από τα μεγάλα στα μικρά με τον μοναδικό τρόπο που έχουν για να σε παρασύρουν οι χαριτωμένοι (αυτοί που έχουν χάρη δηλαδή) άνθρωποι
.
Ήταν απολύτως φυσιολογικό η κουβέντα να πλέει σ' εκείνο το μικρό γραφείο, από την αγωνία για το πού πάνε τα πράγματα στα λογοτεχνικά κουτσομπολιά (χωρίς ποτέ, μα ποτέ, ούτε ίχνος κακότητας, αλλά αντίθετα με τη χαμογελαστή και μειλίχια παραδοχή περί της ματαιότητας της κάθε έριδας) κι από τα λογοτεχνικά κουτσομπολιά στην αγαθότητα των προσωπικών περιστατικών. "Κύριε Καναβούρη (αυτός ο αμίμητος τρόπος να περνάει ακαριαία από τον πληθυντικό της ευγένειας στον ενικό της φιλίας) να πεις στον μπαμπά σου, παιδί μου, να μην σηκώνει βάρη τώρα που έκανε εγχείρηση καταρράκτη, γιατί εγώ έκανα μια βλακεία και τώρα δεν διορθώνεται".
Κι απ' έξω από το γραφείο να βουίζουν τα βιβλία στα ράφια, να βουίζει εκείνη η παβάνα της κουλτούρας που δεν είναι πόζα, αλλά το ήρεμο αποτέλεσμα χρόνων και χρόνων μέσα στην περιπέτεια του βιβλιοπωλείου, πάει να πει μέσα στην περιπέτεια του χρόνου, δηλαδή μέσα στην περιπέτεια του τόπου και στη χαρμολύπη του. "Κυρία Μάνια, πρέπει να φύγω". "Καλά. Θες λίγο τσίπουρο; Μου φέρανε ένα πολύ ωραίο από...". Κι ύστερα από ώρα: "Κυρία Μάνια φεύγω". "Γειά σου, παιδί μου, να ξανάρθεις". Πού να ξαναέρθω, κυρία Μάνια; "Απέσβετο" το "λάλον ύδωρ" του βιβλιοπωλείου της "Εστίας", εκεί στη Σόλωνος, σχεδόν απέναντι από τη Νομική.
Έτσι, ξαφνικά, σαν μια ανάσα, πέρασαν 128 ολόκληρα χρόνια κι έγινε Σάββατο 30 Μαρτίου του 2013. Και το βιβλιοπωλείο της "Εστίας" έκλεισε. Και μείναμε ανέστιοι. Χαίνει κενό στο σύστημα των όρων συνύπαρξης, που λέγεται "πόλη". Χάσκει το μαύρο κέρδος του καιρού που γκρέμισε το σπίτι κι είναι απύλωτη σε τούτο το σημείο η πόλη, είτε το καταλαβαίνεις είτε δεν το καταλαβαίνεις. Πού να ξαναέρθω, κυρία Μάνια; Πού να ξαναέρθουμε όλοι μας; Δεν είναι ερώτημα της νοσταλγίας. Είναι ερώτημα -που δυστυχώς έχει άγρια απαντηθεί- συνείδησης της ανεκλάλητης ανάγκης που μας συνέχει για παιδεία, για ποίηση, για συντροφιά, για παραμυθία, για γεγονός ορθοστασίας. Αυτό ήταν το βιβλιοπωλείο της "Εστίας".
Ένα γεγονός ορθοστασίας, από ελεύθερη προσωπική επιλογή, να στέκεσαι και να ξεφυλλίζεις το παν. Τον καιρό και τον χρόνο. Όρθιο μαζί με άλλους όρθιους που βρίσκονταν εκεί για τον ίδιο λόγο: Να βρουν εκείνο που τους θέλγει ώστε να μπορέσουν να κατορθώσουν τη μύχια ανάγκη τους να αναστατωθούν για να αναστατώσουν -ο καθένας με τον τρόπο του- τον κόσμο και τον μέσα τους τρόμο. Έτσι έγινε. Για 128 χρόνια το βιβλιοπωλείο της "Εστίας" ήταν μια εστία αναστάτωσης. Ένα συμπέρασμα πολιτικής θεωρίας για το πώς και το γιατί φεύγει το εργαλείο από το σιδερένιο χέρι κάθε συστήματος και γίνεται, εξ υποστάσεως, φωλεά του επικίνδυνου πνεύματος μιας κάποιας ανατροπής.
Διότι η ανατροπή μπορεί να έλθει από παντού και κυρίως από εκεί που δεν το περιμένεις. Αυτό έχω την αίσθηση ότι υπήρξε το βιβλιοπωλείο της "Εστίας". Μια φωλεά ενδεχόμενου κινδύνου. Κινδύνου για το συμπαγές των επιχωρισμών, κινδύνου για το σύστημα των κατατάξεων, κινδύνου για την απολυτότητα της ιδεολογικής κώφωσης. Κι ένα γύρω οι άνθρωποί του. Αυτοί που σήμερα είναι χωρίς δουλειά. Οι ίδιοι που θα σ' έπιαναν από το χέρι για να σε φτάσουν μέχρι τον τίτλο του βιβλίου. Που ήταν τίτλος τιμής και γι' αυτόν που το πουλάει και γι' αυτόν που το αγοράζει. Ένας τίτλος υψηλής καθημερινής ίδρυσης της αγοραίας συνθήκης σ' ένα διαρκώς ανατροφοδοτούμενο αισθητικό, ηθικό και λογικό περιβάλλον.
Σε ένα περιβάλλον όπου το προϊόν ήταν κυρίως η αιτιώδης σχέση μεταξύ ατομικού και συλλογικού υποκειμένου και κατόπιν η εργασιακή στιγμή της σύζευξης όπου η αντίτιμη δοσηθηρία δεν επιτίθεται στο νεύμα και γι' αυτό το περιέχει ως πλούτο δρομαίο προς το άγνωστο. Αυτά τα ήξεραν καλά οι εργαζόμενοι στο βιβλιοπωλείον της "Εστίας" που έμειναν χωρίς δουλειά ύστερα από 128 χρόνια. Δεν είναι χθεσινοί. Ολόκληρα 128 χρόνια δούλευαν στο βιβλιοπωλείον της "Εστίας". Φαντάσου τη στιγμή που ο τελευταίος κλείνει την πόρτα. Εάλω η πόλις.
Γιατί όταν ένα τέτοιο βιβλιοπωλείο κλείνει, ανοίγουν οι πόρτες στον ορυμαγδό, στις ποσότητες, στους αριθμούς (που πόρρω απέχουν από τα μαθηματικά), στις εταιρείες ενοικιαζόμενης δημοκρατίας. Ξέρω. Μέχρι να δημοσιευτούν αυτές οι γραμμές ο χώρος μπροστά από το βιβλιοπωλείο, επειδή είναι υπόστεγος, θα έχει γεμίσει ανέστιους. Κι από πάνω τους θα χάσκει κενή η προθήκη που σιωπηλά υπομνημάτιζε τα ιστορικά τεύχη της "Νέας Εστίας". Κάλβος, ας πούμε. "Της θαλάσσης τα κύματα". "Να ξανάρθεις". Πού να ξανάρθω, κυρία Μάν(ι)α όλων μας; Πού να εστιάσω;
Πηγή: Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου