Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

"Kλειστή πόρτα" της Ευγενίας Μπογιάνου

Έντεκα διηγήματα περιλαμβάνει το καινούργιο, δεύτερο βιβλίο της Ευγενίας Μπογιάνου που μόλις κυκλοφόρησε. Έντεκα διηγήματα που θα μπορούσαν να διαβαστούν και σαν σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Αλλά αυτή θα ήταν μια λάθος ανάγνωση.

Στις έντεκα ιστορίες που μας αφηγείται η συγγραφέας πρωταγωνιστούν κατά βάση μοναχικοί άνθρωποι, οι οποίοι μονολογούν συνεχώς, αναρωτιούνται για τη ζωή τους, αναμοχλεύουν γεγονότα, σκέψεις, λόγια και βλέμματα που εισέπραξαν. Είναι άνθρωποι συνηθισμένοι, άνθρωποι που ζούνε την καθημερινότητά τους ήσυχα, χωρίς να φωνάζουν το πρόβλημά τους. Χωρίς να επιζητούν την προσοχή των άλλων. «Άνθρωποι μονάχοι, σαν ξερόκλαδα σπασμένα...».
Η συγγραφέας, ευτυχώς, επιλέγει να μην ασχοληθεί με τους γνωστούς «περιθωριακούς» και «βασανισμένους» τύπους ανθρώπων. Το βιβλίο ξεκινάει με τη φράση «ακόμη και το βάδισμα θέλει κόπο», την οποια κάνει ένας ηλικιωμένος άνθρωπος καθώς δυσκολεύεται να περπατήσει από το σουπερμάρκετ μέχρι το σπίτι του, γιατι κρατάει δυο σακούλες με ψώνια. Ο ήρωας της κάθε ιστοριας έχει ένα μικρό και διακριτικό πέρασμα στο διήγημα που προηγείται. Έτσι, έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα τεχνική προικονομίας, η οποία προσδίδει συνοχή στο βιβλίο χωρίς να είναι προβλέψιμος ο πρωταγωνιστής του εκάστοτε επόμενου διηγήματος.
Η αρχή γίνεται με τον ηλικιωμένο πατέρα, περνάμε στην κόρη του με την οποία μιλάνε στο τηλέφωνο αρκετά συχνά και έπειτα στη διευθύντρια μιας Εφορίας στην οποια απευθύνεται η κόρη για τη διευθέτηση των κληρονομικών, μετά το θάνατο του πατέρα. Και από εκεί στον ένοικο του διπλανού διαμερίσματος της διευθύντριας κι έπειτα στη ρωσίδα κοπέλα που συναντά στο γυράδικο, όταν αυτός περνάει να πάρει φαγητό. Ακολουθεί ο κλειστός και μοναχικός συνάδερφός της από το γυράδικο και οι βραδινές του βόλτες, όπου λαθροκοιτάζει από το παράθυρο μιας μονοκατοικίας ενός ζωγράφου, ο οποίος φροντίζει την κατάκοιτη μητέρα του με την αρωγή μιας φοιτητριας της Φιλολογίας, που έφυγε από το χωριό της ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω της. Τέλος, ο από χρόνια χήρος πατέρας της φοιτήτριας και η υπέργηρη δασκάλα του χωριού (διήγημα με τον υπέροχο τίτλο «Τα γηρατειά μυρίζουν λιβάνι») είναι οι πρωταγωνιστές των δυο τελευταίων ιστοριών.
Το βιβλίο είναι κάτι παραπάνω απο καλογραμμένο και καταφέρνει να αποδώσει με ακρίβεια τα συναισθήματα και την ψυχολογική κατάσταση στην οποια βρίσκονται οι ήρωες. Η μόνη ένσταση είναι, μιας και όλα τα διηγήματα είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, το γεγονός ότι υπάρχει ομοιομορφία στο λεξιλόγιο και τις εκφράσεις των ηρώων. Δε συναντούμε κάτι παράταιρο αλλά μια διαφορετική γλωσσική αντιμετώπιση σε ορισμένα διηγήματα θα «ανέβαζε» τη θερμοκρασία του κειμένου.
Κλείνοντας να τονίσουμε και πάλι ότι το ισχυρό χαρτί του βιβλίου είναι οι ήρωές του. Σε αντίθεση με τους περισσότερους, νέους ως επί το πλείστον συγγραφείς, η Μπογιάνου δεν επιλέγει ούτε περιθωριακούς τύπους, ούτε δύσμορφους, ούτε ναρκομανείς αλλά ανθρώπους καθημερινούς και παρ’ όλα αυτά ιδιαίτερους. Τους περιβάλλει με αγάπη αλλά και με την απαραίτητη σκληρότητα. Τους φωτίζει με φως ισχυρό και με γραφή ευθύβολη αποκαλύπτοντάς μας, μέσω αυτών, μια πολύ ενδιαφέρουσα συγγραφέα.
Του Κώστα Αγοραστού Book press
 Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη (Αυγή)
Ευγενία Μπογιάνου: Οι ήρωές μου είναι άνθρωποι που βιώνουν την απώλεια
Κρημνιώτη Π.


"Οι ήρωές μου δεν προσπαθούν τίποτα παραπάνω και τίποτα παρακάτω από έναν απλό άνθρωπο. Προσπαθούν να σώσουν ό,τι σώζεται, κάποιες φορές φαινομενικά μπορεί να κατακτούν μικρές νίκες, όμως πάντα στο τέλος αυτό που μένει είναι άλλη μία, λίγο πιο βαθιά πληγή" λέει η Ευγενία Μπογιάνου για την "Κλειστή πόρτα".
Στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις "Πόλις", η συγγραφέας φέρνει δίπλα μας οικείες φιγούρες, ζωές που διασταυρώνονται, που επηρεάζουν η μία την άλλη χωρίς να συναντηθούν ποτέ, ανθρώπους της διπλανής πόρτας που έρχονται αντιμέτωποι με τη μοναξιά, την απώλεια, την οικονομική κρίση, τον εαυτό τους τον ίδιο. Ένα σπονδυλωτό ανάγνωσμα, όπου η κάθε ιστορία κρυφοκοιτάει την επόμενη και ο δευτεραγωνιστής της μιας γίνεται ο πρωταγωνιστής της επόμενης, η "Κλειστή πόρτα" κρατάει όλα τα συστατικά της διηγηματογραφίας, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη με την απλότητα της έκφρασης και τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα της.

* To "μικρό είναι όμορφο", γι' αυτό το επιλέγετε;
Το μικρό είναι και δύσκολο. Απαιτείται οικονομία λόγου, πυκνότητα και ένταση που πρέπει να υπάρχουν σε κείμενο με περιορισμένη έκταση. Αυτό είναι το ζητούμενο, το οποίο βέβαια δύσκολα κατακτάς. Είναι ρίσκο, αλλά είναι και τόσο γοητευτικό. Δεν μπορεί τίποτα να περισσεύει, αλλά και τίποτα να λείπει. Αυτό που σε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα μπορεί να συγχωρέσεις, στο διήγημα δεν μπορείς να το αντέξεις. Ούτε καν αδιάφορη παράγραφο δεν μπορείς να συγχωρέσεις στο διήγημα. Εκεί άλλωστε είναι και η ομορφιά του. Στη δυσκολία του!
 * Ώς τώρα έχετε γράψει μόνο διηγήματα. Το μυθιστόρημα δεν σας έλκει;
Πάρα πολύ. Το μυθιστόρημα έχει άλλες χάρες, απαιτεί άλλες ικανότητες, στις οποίες δεν έχω δοκιμαστεί ακόμα. Θέλει μεγάλη συνθετική ικανότητα και μια ευρύτερη θεώρηση του κόσμου.
Αυτή η ευρύτητα στη θεώρηση του κόσμου δεν λείπει όμως από την "Κλειστή Πόρτα". "Το κουσούρι μου είναι η παρατήρηση. Περπατάω στον δρόμο και με κατακλύζουν εικόνες οι οποίες δεν με αφήνουν να τις προσπεράσω. Είναι σαν να με πιάνουν από το χέρι και να με οδηγούν να τις φωτίσω με τον δικό μου τρόπο. Πολλές φορές τις παρατάω στη μέση του δρόμου, έρχονται όμως στιγμές που τρυπώνουν σε ένα σχόλιο, μια παράγραφο, ένα διήγημα. Κάνεις, ας πούμε, μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας και βλέπεις πράγματα που παλιότερα μπορούσαν να θεωρηθούν ακραία και μεμονωμένα, ενώ τώρα πια έχουν γίνει μέρος της καθημερινότητας. Είναι τόσο καθημερινά, που υπάρχει ο κίνδυνος ακόμα και να τα προσπεράσεις. Άνθρωποι κοιμούνται στους δρόμους, κάθε τόσο σε πλησιάζουν άλλοι και σου ζητούν κάτι, πολύ λίγο, ελάχιστο, αλλά κι αυτό το ελάχιστο αδυνατείς να το δώσεις.
 * Οι ήρωες, ωστόσο, του βιβλίου σας δεν κοιμούνται στα χαρτόκουτα. Τον έχουν ακόμα τον τρόπο τους. Το έλλειμμά τους είναι περισσότερο στο συναίσθημά τους.
Είναι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας. Είμαστε εμείς οι ίδιοι, πιστεύω. Άνθρωποι που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν βιώσει την απώλεια. Είτε αυτό είναι η απώλεια του άλλου είτε είναι η απώλεια του εαυτού είτε είναι η δυσκολία να επιβιώσεις, να διαχειριστείς τη ζωή σου όταν πια το μόνο που απαιτείται από σένα είναι να είσαι "συνεπής" σε έναν κόσμο που σου ζητάει να συνδιαλέγεσαι μόνο με υλικά αγαθά, με την έννοια του "έχω, άρα υπάρχω". Οι ήρωές μου δεν προσπαθούν τίποτα παραπάνω και τίποτα παρακάτω από έναν απλό άνθρωπο. Προσπαθούν να παλέψουν τη μοναξιά τους, τις ελλείψεις, την απώλεια, τα φαντάσματά τους, και μέσα σ' αυτή την προσπάθεια πολλές φορές βγαίνουν ακόμα πιο διαλυμένοι. Προσπαθούν να σώσουν ό,τι σώζεται, κάποιες φορές φαινομενικά μπορεί να κατακτούν μικρές νίκες, όμως πάντα στο τέλος αυτό που μένει είναι άλλη μία, λίγο πιο βαθιά, πληγή. Έτσι δεν είναι και το παιχνίδι της ζωής; Μία σου και μία μου, αλλά όταν πια κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη, αυτά που πληγώνουν είναι περισσότερα από τις πρόσκαιρες κατακτήσεις.
 * Οι ήρωές σας σάς καθοδηγούν ή εσείς έχετε χαράξει τον δρόμο τους εξ αρχής;
Όταν ξεκινάω να γράψω, έχω μια ιδέα στο μυαλό μου. Έναν ήρωα στον οποίο θέλω να δώσω συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πολλές φορές όμως αυτός ο ήρωας μ' έναν καταπληκτικό τρόπο με παίρνει από το χέρι και με οδηγεί προς ένα μονοπάτι διαφορετικό απ' αυτό που είχα αρχικά σχεδιάσει. Όταν αυτό συμβαίνει, δεν έχεις παρά να εμπιστευτείς τον ήρωά σου, να αφεθείς και να τον ακολουθήσεις. Εκεί είναι που σε εκπλήσσει μερικές φορές ο ίδιος σου ο εαυτός, αλλά και η ίδια η διαδικασία της γραφής. Μπαίνοντας στην περιπέτεια της συγγραφής σού αποκαλύπτονται νέοι κόσμοι, που ίσως πριν δεν φανταζόσουν την ύπαρξή τους. Βγαίνουν όμως στην επιφάνεια και δικά σου πράγματα, που επίσης, ίσως, δεν φανταζόσουν την ύπαρξή τους. Υπ' αυτή την έννοια οι ήρωές μου κι εγώ βαδίζουμε σε οικείους δρόμους, οι οποίοι πολύ συχνά διασταυρώνονται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτοβιογραφούμαι μέσα από τα διηγήματά μου.
 * Το βιβλίο σας θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα.
Ξεκινώντας να γράψω το βιβλίο είχα στον νου μου διηγήματα και διηγήματα έγραψα. Ολοκληρώνοντας το πρώτο διήγημα με ήρωα τον Χριστόφορο, σκέφτηκα πως θα είχε ενδιαφέρον να δω την ίδια ιστορία και από την πλευρά της κόρης του. Ήθελα να δώσω οντότητα στη φωνή του τηλεφώνου. Ο πατέρας όταν χρειάζεται την κόρη του δεν την έχει δίπλα του. Γιατί εκείνη δεν είναι εκεί; Έτσι άρχισα να διηγούμαι τη δική της πλευρά φωτίζοντας κι από μια άλλη γωνία, από την πλευρά του άλλου, την ιστορία του Χριστόφορου. Αυτό το παιχνίδι μού άρεσε και το συνέχισα. Ωστόσο, όσο κι αν μπορεί να διαβαστεί ως σπονδυλωτό ανάγνωσμα, παραμένει μια συλλογή με διηγήματα που το καθένα απ' αυτά διατηρεί την αυτοτέλειά του.
 * Γιατί "Κλειστή πόρτα" στον τίτλο;
Κατ' αρχήν είναι ο τίτλος ενός διηγήματος, πιστεύω όμως ότι απηχεί και το κλίμα του βιβλίου, με την έννοια ότι οι ήρωές μου βρίσκονται κάποια στιγμή της ζωής τους μπροστά σε μια κλειστή πόρτα, μπροστά σε έναν τοίχο που από κάτι τους αποκλείει. Αυτός ο τοίχος μπορεί να έχει να κάνει με εξωτερικούς παράγοντες, μπορεί όμως να είναι απόρροια των εμμονών και των εμπειριών τους. Καλούνται λοιπόν είτε να ανοίξουν αυτή την πόρτα, με δυσκολία είναι η αλήθεια, είτε, αδυνατώντας να κάνουν την ανατροπή, να την αφήσουν κλειστή. Καμιά φορά ο εαυτός μας χτίζει τοίχους πολύ πιο ψηλούς απ' αυτούς που χτίζουν οι άλλοι ή οι καταστάσεις της ζωής για μας. Το θέμα λοιπόν είναι αν θα πιάσουμε την πετούγια και θα ανοίξουμε την πόρτα ή αν θα παραιτηθούμε από την προσπάθεια. Μ' αρέσει αυτή η διττή αίσθηση που αφήνει ο τίτλος. Όλα ανοιχτά μπροστά σε μια κλειστή πόρτα.
 * Η εποχή μας, αλήθεια, επιτρέπει το άνοιγμα της πόρτας;
Το αντίθετο θα έλεγα. Έχω την αίσθηση ότι κάθε ώρα που περνά μάς φέρνει μπροστά σε δυσκολίες που ούτε μπορούσαμε να διανοηθούμε πριν από λίγο καιρό. Δεν είναι κάθε πέρσι και καλύτερα, αυτό το έχουμε πια προσπεράσει. Βρισκόμαστε μπροστά στο κάθε χθες και καλύτερα. Μαζί τα φάγαμε; Ε, όχι, δεν καθόμασταν όλοι στο ίδιο τραπέζι. Κάποιοι τρέφονταν με ψίχουλα και με ψίχουλα εξακολουθούν να τρέφονται. Πολύ φοβάμαι πως σε λίγο ούτε αυτά δεν θα υπάρχουν. Νά άλλη μια κλειστή πόρτα. Μας έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα στερώντας μας όχι μόνο την ελπίδα, αλλά κατακρημνίζοντας και την αξιοπρέπειά μας. Γεμίσαμε ενοχή, ανασφάλεια, κοινωνική απελπισία. Και δεν μας αξίζει.
 * Τι μπορούμε να κάνουμε;
Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς. Θα έλεγα, να ξαναεφεύρουμε τη λέξη "αντίσταση". Ο καθένας με τον τρόπο του και με τις πράξεις του. Να ξαναεφεύρουμε και την έννοια "εμείς", γιατί ο καθένας μόνος του δεν έχει εύκολη διέξοδο. Σήμερα, που το κάθε τι μας οδηγεί σε διχασμούς, το "μαζί" μπορεί να δώσει τη λύση. Να ανοίξει τις κλειστές πόρτες που υπάρχουν παντού γύρω μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου