Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Μάρω Δούκα

Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό (Βook Press)
Η κυρία Μάρω Δούκα, με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο "Γιατί εμένα η ψυχή μου" (εκδ. Πατάκη) μας μίλησε για τα διηγήματά της, τις επανεκδόσεις των βιβλίων της αλλά και τους συγγραφείς που αγαπά.
Το τελευταίο σας βιβλίο είναι συλλογή διηγημάτων. Ποιος είναι ο κοινός τόπος όπου συναντιούνται όλες αυτές οι ιστορίες;
Μέσα από τη δική μου, εννοείται, οπτική, κοινός τόπος στα περισσότερα από τα δεκαεπτά πεζογραφήματα του Γιατί εμένα η ψυχή μου θα μπορούσε να είναι η διαδρομή προς το «σήμερα» και την κρίση που ερχόταν… Καθώς τα ταξινομούσα για τη συγκεκριμένη έκδοση, ένιωθα ότι, αν μη τι άλλο, απηχούν με τον τρόπο τους, και όπως εγώ κάθε φορά προσλάμβανα, το κλίμα και το πνεύμα της εικοσαετίας (1989-2009) κατά την οποία γράφτηκαν.
Τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής γράφτηκαν στο παρελθόν «κατά παραγγελία», είτε για λογοτεχνικά περιοδικά είτε για συλλογικούς τόμους. Πόσο δελεαστικό είναι να σας θέτουν το θέμα και να σας ζητάνε μια ιστορία;
Πιθανόν αν δεν μου είχαν «παραγγελθεί» να μην τα έγραφα ποτέ, εκ των υστέρων όμως αισθάνομαι ότι έτσι ή αλλιώς υπήρχαν μέσα μου. Και μ’ αυτό θέλω να πω ότι τη συγκεκριμένη «παραγγελία» κάθε φορά την «προσάρμοζα» σε μια δική μου ανάγκη, σαν να ήμουν έτοιμη εκείνη ακριβώς τη στιγμή να γράψω αυτήν ακριβώς την ιστορία. Παράδειγμα Η μνήμη του νερού. Τι μου είχε ζητηθεί Νοέμβριο του 2001; Μια ιστορία για τη θεματική ενότητα «Μοναχικά ανδρόγυνα». Κι εγώ κάθισα κι έγραψα έναν εσωτερικό μονόλογο για την πτώση των δίδυμων πύργων στις 11 Σεπτεμβρίου. Ήταν ο δικός μου τρόπος να «διαχειριστώ» μέσα μου την απελπισία εκείνου του παγιδευμένου άντρα καθώς, κρεμασμένος σχεδόν έξω από το παράθυρο του ουρανοξύστη, ανέμιζε ένα άσπρο μαντιλάκι καλώντας σε βοήθεια… Ή το άλλο πεζογράφημα Ταξιδεύοντας με μια φωτογραφία, που μου είχε ζητηθεί για τη θεματική ενότητα «Φωτογραφία» από το περιοδικό «η λέξη». Θα μπορούσα να επιλέξω μια όποια να ’ναι φωτογραφία, αλλά εγώ επέλεξα τη φωτογραφία του κομαντάντε Μάρκος, επειδή τότε, άνοιξη του 2002, ήθελα εξάπαντος να γράψω για τους Ζαπατίστας στο Μεξικό… Αξίζει να διευκρινίσω επίσης ότι τα δυο πρώτα διηγήματα του βιβλίου Το βλέμμα του παιδιού και Χαμηλή πτήση, γραμμένα το 2009, αν και δεν μου είχαν ζητηθεί, γράφοντάς τα από δική μου ανάγκη, τα έγραψα σαν να μου είχαν ζητηθεί…
Έχετε κάποιο διήγημα που να το αγαπάτε ιδιαίτερα; Και αν ναι, γιατί και ποιο είναι αυτό; 
Ο παραληρηματικός μονόλογος Η μνήμη του νερού θα μπορούσε να είναι ένα από αυτά, κυρίως για το πώς, εντελώς αυτόματα, εν μέσω χάους, έπιασα την άκρη του νήματος για μιαν αφήγηση (και αφήγηση πρωτίστως σημαίνει: επιβάλλω τάξη στο χάος) της Νέας Υόρκης… Όπως θα μπορούσε επίσης να είναι ο θεατρικός μονόλογος Σας αρέσει ο Μπραμς; προσπαθώντας να «διεισδύσω», μέσω της γλώσσας κυρίως, στη μικρή ιστορία μιας νεαρής Ουκρανής που έπεσε θύμα του τράφικινγκ στη δεκαετία του ’90 από δικούς μας επιτήδειους… Αλλά το τρυφερά αγαπημένο μου είναι το χριστουγεννιάτικο και με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη Ρολογάκι χειρός, ένα διήγημα που έγραψα για την «Καθημερινή» το 2007 με τη σκέψη μου σε μια Ρωσίδα οικονομική μετανάστρια αλλά και στη μητέρα μου, την «εσωτερική» μετανάστρια της δεκαετίας του ’50 (μόλις πριν από λίγους μήνες την είχα χάσει), κι έμεινα έκτοτε με την αίσθηση ότι χάρη σ’ αυτό το κειμενάκι μπόρεσα να τοποθετήσω για πάντα μέσα μου τις οφειλές μου σ’ αυτήν…
Αρκετά από τα διηγήματα της συλλογής έχουν ως αφορμή γεγονότα της επικαιρότητας. Μιλήστε μου για το πώς διαλέγετε, κάθε φορά, το υλικό σας από τις εφημερίδες.
Δεν διαλέγω εγώ το υλικό μου, αυτό με διαλέγει… Θέλω να πω, δεν υπάρχει κάποια ειδική διαδικασία ή μέθοδος. Απαραίτητη προϋπόθεση πάντως θα πρέπει να είναι η συνάντηση της δικής μου ανάγκης με το εξωτερικό ερέθισμα ή και το αντίστροφο: Η εγγενής δυναμική του εξωτερικού ερεθίσματος να είναι σε θέση να ανακινήσει μέσα μου την ανάγκη να ασχοληθώ μαζί του.
alt


  Πού βρίσκονται οι ήρωές σας πριν αποτυπωθούν στο χαρτί;
Έξω στον κόσμο, υποθέτω… Με επισκέπτονται απρόσκλητοι, με κατοικούν χωρίς να μου ζητήσουν την άδεια, με οικειοποιούνται σαν να τους ανήκα από πάντα, ή και σαν να μου ανήκαν, κι αρχίζουν στην αρχή χλιαρά, έπειτα πιο επίμονα, να ζητούν την αφήγησή τους…
Αγαπάτε τους ήρωές σας; Τους σκέφτεστε ξανά μόλις τυπωθούν στο χαρτί;
Τους αγαπώ και τους νοιάζομαι όλους, «καλούς» και «κακούς»… Βεβαίως και τους σκέφτομαι, εφόσον είναι πλέον κομμάτι του εαυτού μου…
Γράφετε εύκολα, κ. Δούκα; 
Δεν θα το έλεγα. Πάντα ζορίζομαι, κυρίως στο στάδιο της προεργασίας, όπως συνηθίζω να λέω. Αλλά και αργότερα, όταν πια έχω ολοκληρώσει κάτι, επιμένω πολύ με την επεξεργασία του κειμένου…
Λέτε κάπου στο διήγημά σας Χαμηλή Πτήση: «Άλλο να φαντάζεσαι κι άλλο να γράφεις όσα φαντάζεσαι». Είναι γνωστό ότι οι μισοί Έλληνες γράφουν. Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον συγγραφέα από τον γραφομανή;
Ο γραφομανής παραθέτει ή και απλώς σωρεύει λέξεις… Ο συγγραφέας επιλέγει και συνθέτει, υπηρετώντας πρωτίστως την ανάγκη του να «επιβάλει», μέσω της δικής του αφήγησης, τάξη στο χάος…
Έχοντας γράψει πολύ επιτυχημένα μυθιστορήματα, μπορείτε να μου εντοπίσετε τις διαφορές σύλληψης και επεξεργασίας ενός μυθιστορήματος από εκείνες ενός διηγήματος;
Ως προς τη σύλληψη δεν νομίζω ότι διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους. Έχεις μιαν ιδέα, ένα ερέθισμα, μιαν αιτία, κάτι, τέλος πάντων, που σε απασχολεί ή και σε «τρώει», και προσπαθείς να του δώσεις μορφή. Από κει και πέρα αρχίζουν οι διαφορές. Όχι σπάνια, μια ιδέα δεν αντέχει να υποστηρίξει, όσο κι αν «απλωθεί», ένα μυθιστόρημα ή, το αντίστροφο, δεν συγκατανεύει, όσο κι αν «συμπτυχθεί», να βολευτεί μ’ ένα διήγημα. Πόσα και πόσα μυθιστορήματα δεν μοιάζουν με εκτεταμένα διηγήματα και πόσα και πόσα διηγήματα δεν μας θυμίζουν μυθιστορήματα που ματαιώθηκαν; Το μυθιστόρημα, επειδή, κατά τη γνώμη μου, είναι η συνθετότερη, και γι’ αυτό η απαιτητικότερη, μορφή του γραπτού λόγου, προϋποθέτει βαθύ σκάψιμο για γερά θεμέλια και πολλά, επιλεγμένα πάντα, μαδέρια όσο να υψωθεί η σκαλωσιά της μυθοπλασίας. Θεμέλια και μαδέρια και σκαλωσιά χρειάζεται και το διήγημα, που σέβεται τον εαυτό του, άλλο όμως, μιας και χρησιμοποίησα όρους οικοδομής, να υψώνεις ένα πολυώροφο οικοδόμημα και άλλο να χτίζεις ένα δωμάτιο. Στο διήγημα η όποια επεξεργασία κειμένου δεν είναι τόσο ψυχοφθόρα και περιπετειώδης, δεν κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να πέσει η σκαλωσιά να σε καταπλακώσει, ούτε να χαθείς στην άπλα της αφήγησης, μια άπλα ολισθηρή, που οφείλεις να «περιφράξεις» και να οικονομήσεις γεωμετρικά λέξη τη λέξη. Και κάτι ακόμη: Ενώ το διήγημα από τη φύση του μαγνητίζεται εξαρχής από την τελειότητα και το τέλος του, το μυθιστόρημα, από τη φύση του πάλι, έλκεται αναζωογονητικά από το ατελές και τις ατέλειές του…
Εδώ και κάποια χρόνια όλα τα βιβλία σας επανακυκλοφορούν σε νέα έκδοση. Θεωρείτε ότι οι επανεκδόσεις φέρνουν πιο κοντά τα βιβλία σε μια νεότερη γενιά αναγνωστών ή ικανοποιούν τη ματαιοδοξία του συγγραφέα;
Αυτό που κυρίως μ’ ενδιέφερε, από μια δική μου αίσθηση «νοικοκυροσύνης», ήταν να δω επιτέλους τα βιβλία μου, κυρίως τα παλιότερα, τυπωμένα όχι σε στρατσόχαρτο και με «μισοσβησμένες» εδώ κι εκεί αράδες… Και ήταν μεγάλη τύχη για μένα να βρεθώ στις «Εκδόσεις Πατάκη», μιας κι εκτός από την άψογη εκτύπωση, είχα και τη χαρά να τα πιάσω στα χέρια μου με εξώφυλλα φιλοτεχνημένα από τον ζωγράφο Αλέξη Βερούκα. Κατά τα άλλα, και βέβαια οι επανεκδόσεις αυτές με έφεραν πιο κοντά στους νεότερους αναγνώστες. Όσο για τη ματαιοδοξία μου, σίγουρα τη «χάιδεψα» κι αυτήν…
Λέτε επίσης κάπου για μια νεαρή σας ηρωίδα που της αρέσει το διάβασμα: «Ας της είχαν πάρει τα μυαλά ο Καζαντζάκης και ο Καραγάτσης. Ένα θαύμα, σε όλη της τη ζωή, μόνο από τον Παπαδιαμάντη το περίμενε». Για εσάς ποιοι ήταν οι συγγραφείς που είχαν μια ανάλογη επίδραση;
Η νεαρή ηρωίδα είμαι εγώ… Το έχω πει πολλές φορές, ο Καζαντζάκης και ο Καραγάτσης, αλλά και ο λησμονημένος Ξενόπουλος, υπήρξαν οι παρηγορητές της εφηβείας μου, οι τρεις πρώτοι μου μυθιστοριογράφοι-θεοί. Αυτοί μου αποκάλυψαν τον κόσμο, ο καθένας αλλιώς. Και παραδίπλα στο εικονοστάσι μου, με το καντήλι πάντα αναμμένο, ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός… Ενώ την ίδια εποχή, με χαρτί και μολύβι, «μελετούσα» Τα σταφύλια της οργής του Στάινμπεκ…
Και σε συνέχεια της παραπάνω ερώτησης, ποιοι είναι οι συγγραφείς που μπορεί να έχουν τέτοια καταλυτική επίδραση στο νεώτερο αναγνωστικό κοινό σήμερα;
Δεν μπορώ να ξέρω… Κάποιος Αμερικάνος ή Λατινοαμερικάνος ίσως; Σήμερα, πάντως, οι νέοι αναγνώστες δεν είναι μόνο αναγνώστες, είναι και ενεργητικοί θεατές, κυρίως, είναι και συμπάσχοντες ακροατές… είναι και με το σακίδιο στην πλάτη περιπλανώμενοι στο διαδίκτυο… Στα δικά μου νεανικά χρόνια δεν είχαμε και πολλές επιλογές. Εγώ, τουλάχιστον, δεν είχα καμιά άλλη απόλαυση εκτός από το διάβασμα, πήγαινα στον κινηματογράφο, αλλά όχι συχνά, άκουγα και ραδιόφωνο, αλλά μόνο ό,τι έφτανε στ’ αυτιά μου από τους γείτονες…
altΑν κάποιος αναγνώστης σας χαρακτήριζε τη λογοτεχνία σας «στρατευμένη» θα αποδεχόσασταν τον όρο; Εσείς με τη σειρά σας, πώς θα χαρακτηρίζατε τον αναγνώστη αυτόν;
Αν ήταν αναγνώστης «μου», θέλω να πω, αν είχε διαβάσει περισσότερα από τρία ή τέσσερα από τα δεκατέσσερα βιβλία μου, και χρησιμοποιούσε τον όρο «στράτευση» με θετικό πρόσημο για να με χαρακτηρίσει… ναι, θα συμφωνούσα μαζί του. Εφόσον με τον όρο αυτόν θα εννοούσε την ανένταχτη πολιτική ματιά απέναντι στον κόσμο και τα πράγματα, μια αεικίνητη δηλαδή ματιά, ικανή να τροφοδοτήσει αμφίδρομα τη σκέψη και τα συναισθήματα του συγγραφέα, καθώς αναζητάει την ουσία και την αντοχή των υλικών του. Επειδή όμως ψυχανεμίζομαι ότι εδώ ο όρος χρησιμοποιείται μάλλον με αρνητικό πρόσημο και σε αντίστιξη με το «αδέσμευτο» και την «ελευθερία» του συγγραφέα, θα είχα να παρατηρήσω ότι «δεσμευμένοι» και «ανελεύθεροι» με αυτή την έννοια συγγραφείς είναι κατά βάση όσοι ισχυρίζονται ότι απεχθάνονται τη «στράτευση»… Και προεκτείνοντας τον συλλογισμό μου, θα πρόσθετα ότι η πιο βλαβερή μορφή «στράτευσης» εντοπίζεται ακριβώς στην προβαλλόμενη «α-πολιτική» εκδοχή της… Γι’ αυτό και το «α-πολιτικό» ενός συγγραφέα, κατά τη γνώμη μου, εμπεριέχει πολύ πιο συχνά την όποια «αγκύλωση» ή «μονομέρεια» θέλουν ορισμένοι να υποδηλώσουν με τον όρο στράτευση. Δέστε, για παράδειγμα, τα ποικίλα ευανάγνωστα, «στρατευμένα» στο λαϊφστάιλ της εποχής, εύπεπτα μυθιστορήματα…
Τα τελευταία χρόνια, το διήγημα δείχνει να κερδίζει και πάλι έδαφος στις προτιμήσεις των αναγνωστών. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
Ίσως είναι νωρίς ακόμη… για να πούμε κάτι τέτοιο. Το καλό διήγημα, εξάλλου, ποτέ δεν αγνοήθηκε από τον σκληρό πυρήνα των αναγνωστών.
Παρακολουθείτε τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή; Έχετε ξεχωρίσει κάποιον νέο συγγραφέα;
Την παρακολουθώ, στο μέτρο του δυνατού. Εδώ και κάμποσα χρόνια παραμένω γοητευμένη με το Μανιφέστο της ήττας της Άντζελας Δημητρακάκη, ένα μυθιστόρημα που το θεωρώ σταθμό στην πεζογραφία μας. Επίσης η Ελένη Γιαννακάκη, αν και δόκιμη συγγραφέας πλέον, στη συνείδησή μου παραμένει με τη δυνατότητα της νεανικής έκπληξης. Το μυθιστόρημά της Σναφ, για παράδειγμα, με ανατάραξε. Θαυμάζω και τη Σώτη Τριανταφύλλου για τον τρόπο που επιμένει, πάντα νέα και πάντα χαρισματική. Και τον Χρήστο Χωμενίδη, τον ακάματο παραμυθά, καμαρώνω. Από τους πολύ-πολύ νέους, τελευταία ξεχώρισα τη Βασιλική Πέτσα για το Θυμάμαι. Αυτό που με συγκίνησε σ’ αυτήν είναι το γλωσσικό και μνημονικό της υπέδαφος, αλλά και η αφηγηματική δεξιοτεχνία της. Χάρηκα επίσης που τιμήθηκε ευτυχώς με το Κρατικό Βραβείο η συλλογή διηγημάτων Κάτι θα γίνει, θα δεις… του Χρήστου Οικονόμου. Τον θεωρώ ότι έρχεται κατευθείαν από τη «μεγάλη του γένους σχολή» πιάνοντας το νήμα από τον Δημήτρη Χατζή, ίσως και από τον Δημοσθένη Βουτυρά που τον θεωρώ σπουδαίο διηγηματογράφο… Με συνάρπασε επίσης για τη γλώσσα και τις εμμονές του το Πρίγκιπες και δολοφόνοι του Μιχάλη Γεννάρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου