Ο Γάλλος σκηνοθέτης Αντουάν Βιτέζ σε ένα γράμμα του στη Λούλα Αναγνωστάκη με αφορμή την «Παρέλασή» της, λίγο πριν από το ξέσπασμα του Μάη του '68, σημείωνε: «Η Λούλα πίσω από τα μαύρα της γυαλιά έβλεπε τη συμφορά, έβλεπε τον τρόμο (...). Τα είχε καταλάβει όλα»
Και σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά, με τα ίδια ακριβώς γυαλιά ηλίου, καθώς η «Παρέλασή» της ξανανέβηκε από τον Ενκε Φεζολάρι στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, ενώ η «Νίκη» αναμένεται να κάνει πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο, η Λούλα Αναγνωστάκη, σαν Πυθία, παρακολουθεί τη νέα εθνική συμφορά, ανακαλύπτοντας μαζί μας πόσο ανατριχιαστικά διαχρονικά είναι και τα δύο θεατρικά κείμενά της.
Ο Ενκε Φεζολάρι, κυρία Αναγνωστάκη, έχει πει ότι στα έργα σας συναντά από τον Αλμοδόβαρ και τη Σάρα Κέιν μέχρι τον Μπέκετ και τον Παζολίνι, με μουσική υπόκρουση Τσιτσάνη! Εσείς με ποιον απ' όλους αυτούς αισθάνεστε συγγενής;
«Με τον Τσιτσάνη και τον Παζολίνι. Μάλλον, με κανένα. Με τον εαυτό μου!».
Εχετε τη γενναιοδωρία να παραχωρείτε το έργο σας ακόμη και σε νέα παιδιά, όπως ο Φεζολάρι. Δεν μένετε στην ασφάλεια των παλαιών, δοκιμασμένων ερμηνευτών.
«Θέλω να ανεβάζουν τα έργα μου πολλοί».
Γράφετε ρόλους για συγκεκριμένους ηθοποιούς;
«Πάντα όταν γράφω, έχω στο νου μου έναν ηθοποιό».
Θυμάστε πώς γράψατε την «Παρέλαση»;
«Η "Παρέλαση" γράφτηκε μέσα σε ένα βράδυ. Ηταν ένα πράγμα πρωτοφανές. Ο Κουν μού ζήτησε να γράψω ακόμη ένα έργο γιατί ήθελε να κάνει τριλογία. Είχε ήδη τη "Διανυκτέρευση" και την "Πόλη" και ήθελε το τρίτο να το γράψω σε μια εβδομάδα. Του απάντησα πως είναι αδύνατον. Οταν πήγα όμως στο σπίτι, άρχισα να το γράφω. Φαίνεται ήταν έτοιμο μέσα μου. Βγήκε σαν το νερό. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Πήγα τρέμοντας και το έδωσα στον Κουν. Του άρεσε τρομερά».
Εχετε απάντηση στο γιατί το έργο συγκινεί και τη σημερινή νεολαία που έχει άλλα βιώματα;
«Τα ίδια βιώματα έχουν όλες οι γενιές. Το φόβο του θανάτου. Ενα φόβο γενικά... Αν και η γενιά του Μανώλη (σ.σ.: Αναγνωστάκη) είχε ελπίδα. Τώρα, υπάρχει μόνο φόβος για το τι θα ξημερώσει».
Η «Παρέλαση», μολονότι γράφτηκε το '65, συνομιλεί... υπερβατικά με αυτό που ζούμε.
«Δεν έχει να κάνει με μια συγκυρία πεπερασμένη. Την υπερβαίνει. Ονειροπολούν, φαντάζονται οι ήρωες».
Τι είναι αυτά τα δυο παιδιά; Τι περιμένουν έγκλειστα;
«Το τέλος του κόσμου. Αλλά δεν ξέρεις αν είναι κι αλήθεια. Φοβούνται τα παιδιά αυτά να βγουν έξω. Δεν ξέρουν τι φοβούνται. Είναι το μεγάλο δωμάτιο; Στο τέλος αυτός ο φόβος επιβεβαιώνεται! Ερχονται τα τέρατα, οι άνθρωποι!».
Μ' αυτό που ζούμε στην Ελλάδα ως πολίτες, έχει έρθει το τέλος;
«Οχι. Δεν έχει καμία σχέση. Στο έργο είναι χειρότερα».
Η «Νίκη» πώς γεννήθηκε;
«Είναι ένα εντελώς ελληνικό έργο, αλλά και διεθνές. Δεν είναι έργο ρεαλιστικό. Οταν εμφανίζονται οι ήρωες και σκοτώνουν, το κείμενο προχωρά προς τα... έξω. Είναι η μανία του φόνου που διέπει γενικά κάθε τι ανθρώπινο».
Γράψατε το έργο έχοντας διαβάσει ή ακούσει ανάλογη ιστορία;
«Δεν πήρα ποτέ αυτούσια μια ιστορία. Αντλώ από εδώ και από εκεί. Με τη "Νίκη" ήθελα πάντως να περιγράψω τον ελληνικό λαό. Ολοι οι τύποι είναι ελληνικοί. Οι δυο γυναίκες, μάνα και κόρη, αγαπιούνται, αλλά δεν το δείχνουν. Ο Νίκος θέλει άλλα πράγματα απ' τη ζωή του και το ρίχνει στην τρέλα. Κι αυτοί που σκοτώνουν το χαφιέ θέλουν κάτι να κάνουν, χωρίς να ξέρουν τι...».
Η «Νίκη» γράφτηκε εύκολα;
«Ναι. Τα έργα τα σκέφτομαι πολύ και μετά τα γράφω. Ποτέ όμως δεν είναι μια ιστορία που τελειώνει».
Τα σκηνοθετείτε στο μυαλό σας;
«Πάντα. Στις πρόβες όμως πηγαίνω μόνο αν με καλέσει ο σκηνοθέτης. Είμαι ανεκτική στο ανέβασμα των έργων μου. Με πιάνει μόνο μια ηττοπάθεια όταν δεν είναι καλή η παράσταση».
Υπάρχει κάποιο έργο σας με το οποίο έχετε την πιο δυνατή σχέση;
«Δεν το σκέφτηκα αυτό ποτέ. Αλλά το "δικό" μου έργο είναι ένα: το "Διαμάντια και Μπλουζ"!».
Θα λέγατε ότι σας διαμόρφωσε ως συγγραφέα η εποχή που ζήσατε, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα;
«Είναι δυνατόν να γράφεις χωρίς να επηρεάζεσαι; Τα έργα μου τα διαμόρφωσαν ό,τι έβλεπα, ό,τι άκουγα, ό,τι ζούσα. Αλλά και πράγματα που μέσα μου συνέβαιναν. Τα οποία κάποιες φορές ήταν πολύ πιο ισχυρά από αυτά που συνέβαιναν έξω». *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου