ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
(1984)
Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι
ολοένα εισχωρούν
θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή.
Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να
σέρνονται στη σκεπή της παλιάς
καρότσας
όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω.
Ξαναπαίζοντας ένα
έργο
που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να
το
έχει δει κανένας.
Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν
οι εικόνες. Ή σταματήσουνε
άξαφνα
- κι
η ταινία η φθαρμένη κοπεί.
Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες
φωτιές πάνω απ' τ' αερο-
δρόμιο.
Πιο δω το μαύρο κενό.
Ύστερα φάνηκε να 'ρχεται
η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της
και
αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί
λουλούδια.
Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση
που είχαν πριν χωρίσουν
από τη Μητέρα.
Στο κοτσάνι της νύχτας
η σελήνη
σπάραζε.
«Αρτίνη»... «Κλεώπα»... «Βαρνάβα»... μα
τι γένους είναι λοιπόν
ο
τόπος αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να βγάλω τ'
άμφια,
να φορέσω
πάλι τον χρυσό μου θώρακα
και να βγω με τη ρομφαία στο
χέρι.
Κάντε πέρα τα παιδιά. Κρεμάστε τα
μαύρα στα μπαλκόνια. Κιόλας
ακούγεται
η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει.
Προσοχή! Παρουσιάστε
αρμ!
Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές
ο αέρας.
Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.
Είναι κάτι φοβερά γεγονότα
που όλο μου
τ' αφαιρεί ο Θεός, και
ο
νους όλο πάλι μου τα προσθέτει.
Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό
που οι σκύλοι το αλυχτάνε.
Και μια θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά,
μυρίζοντας ακόμη
αυγό του Κύκνου.
Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια,
και στη
γωνιά μια λυπημένη Αγ-
γελική.
Το ποσοστό της ομορφιάς
που μου
αναλογούσε πάει, το ξόδεψα
όλο.
Έτσι θέλω να μ'
έβρει
ο ερχόμενος
χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ'
ένα
κουρελιασμένο παντελόνι, ν'
ανακατεύω άγραφα
χαρτιά σαν να ο-
δηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός
ανεκλάλητου Παρα-
δείσου.
Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη, αρώματα σαν
από πρώιμο ουρανό με-
γάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πότου.
Έγειρα με το πλάι
- σχεδόν μπατάρισα
- μες
στους ψαλμούς των
Χαιρετισμών
και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων.
Έτοιμος για τα χείριστα.
Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο
καλντερίμι - πάνε κάπου τρα-
κόσια τόσα χρόνια
- ένιωσα ν' αναρπάζομαι «δια
χειρός» Ισχυρού
Φίλου,
και πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ'
ανεβάζει
με
τις δύο γιγάντιες φτερούγες του
ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρα-
νούς
του
τη φορά τούτη γιομάτους
πορτοκαλιές
και νερά μιλητικά της
πατρίδας.
Ξάφνου, με το
που άνοιξα τα ξεχαρβαλωμένα
παραθυρόφυλλα, με-
γάλωσε
η αυλή. Το αλεξίπτωτο
που κατέβαινε δεν το 'βλεπε
άλλος
κανείς. Μόνον κάτι πρόγονοί μου
αγριωποί και ταλαιπωρημένοι
παρακολουθούσανε
τη σκηνή από την άλλη όχθη
και κάθε τόσο
ρί-
χνανε μπαλωθιές στον αέρα.
Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές
ανορθόγραφες, από παλιά προι-
κοσύμφωνα
και όρκους Φιλικών.
Όπου πήρα να
δακρύζω έτσι
καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του
'22.
Ύστερα φάνηκαν από μακριά να 'ρχονται
ο ενωμοτάρχης με τον το-
πογράφο της περιοχής κι ευθύς
η αυλή ξαναπήρε τις
αληθινές της
διαστάσεις.
Το τέλος του Αλέξανδρου
Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε
σαν δέντρο που του σώ-
θηκε
ο αέρας.
Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι
του τον γκρεμό.
Από τ' άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα
κομμάτι θάλασσας,
όλο
ριπές γαλάζιες.
Ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των
γυναικών τα μάτια σκαρ-
δαμύσανε.
Τότε μπήκε
η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.